Anonymous

τύρβη: Difference between revisions

From LSJ
1,399 bytes added ,  29 September 2017
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />désordre, confusion, tumulte.<br />'''Étymologie:''' R. Τυρ, agiter vivement ; cf. <i>lat.</i> turba, turbo.
|btext=ης (ἡ) :<br />désordre, confusion, tumulte.<br />'''Étymologie:''' R. Τυρ, agiter vivement ; cf. <i>lat.</i> turba, turbo.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σύρβη]] Α<br />βοή, [[θόρυβος]], [[σύγχυση]], [[ταραχή]], [[αταξία]] (α. «[[μακριά]] από την [[τύρβη]] της πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες [[στρατόπεδον]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βακχική [[γιορτή]] και όρχηση με [[συνοδεία]] αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[αὐλοθήκη]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[γλέντι]], [[ευθυμία]], [[ξεφάντωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ. Προβλήματα γεννά η [[εναλλαγή]] τών τκαι <i>σ</i>- στους τ., ενώ η [[άποψη]] ότι το <i>σ</i>- του [[σύρβη]] [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το ρ. [[σύρω]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]. Η λ. [[τύρβη]] αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. <i>turba</i> και πιθ. η λατ. λ. [[είναι]] δάνεια από την Ελληνική].
}}
}}