Anonymous

ὑπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ὑπαγορεύω]].
|btext=v. [[ὑπαγορεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> λέω ή [[επαναλαμβάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον άλλον («ἐγὼ δ' [[ὑπερῶ]] τὸν ὅρκον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> λέω ως πρόλογο («παισὶν δ' ὑπεῑπον τοῑσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] [[κάτι]] («ὑπειπούσης... ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]] μια [[εξήγηση]] ή [[υποδηλώνω]], [[ερμηνεύω]] («ὥστ'... ἄν... ὑπεῑποις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἶπον]]. Το ρ. αποτελεί ελλιπή αόρ. [[χωρίς]] ενεστώτα, [[αντί]] του οποίου χρησιμοποιείται ο ενεστ. του ρ. [[ὑπαγορεύω]].
}}
}}