Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άφαρ: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  22 December 2018
m
Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ."
(7)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄφαρ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[αμέσως]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[μετά]] από αυτό<br /><b>2.</b> πολύ<br /><b>3.</b> [[ξαφνικά]], [[γρήγορα]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ταχύς]], γρήγορος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε <i>r</i> / <i>n</i> ουσιαστικό (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>άφνω</i>, με το οποίο πιθ. σχετίζεται) που σήμαινε την [[ταχύτητα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αφαρ</i>(<i>ε</i>)<i>ί</i> «[[γρήγορα]], [[αμέσως]]», [[αφάρτερος]] «γρηγορότερος») ή, κατ' άλλους, «[[άγγιγμα]], [[επαφή]]»].
|mltxt=[[ἄφαρ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[αμέσως]], [[αμέσως]] [[μετά]], [[μετά]] από αυτό<br /><b>2.</b> πολύ<br /><b>3.</b> [[ξαφνικά]], [[γρήγορα]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ταχύς]], γρήγορος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε <i>r</i> / <i>n</i> ουσιαστικό (<b>πρβλ.</b> και <i>άφνω</i>, με το οποίο πιθ. σχετίζεται) που σήμαινε την [[ταχύτητα]] (<b>πρβλ.</b> <i>αφαρ</i>(<i>ε</i>)<i>ί</i> «[[γρήγορα]], [[αμέσως]]», [[αφάρτερος]] «γρηγορότερος») ή, κατ' άλλους, «[[άγγιγμα]], [[επαφή]]»].
}}
}}