3,274,873
edits
(3) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ ἄλογον, Ν και [[αλόγατο]])<br />το κατ’ εξοχήν χρήσιμο [[υποζύγιο]], ο [[ίππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(φρ. «γυρίζει σαν τ’ [[άλογο]] στ’ [[αλώνι]]», γι’ αυτόν που ακατάπαυστα ασχολείται με χειρωνακτική και μονότονη [[εργασία]]<br />«[[είναι]] [[άλογο]] [[χωρίς]] γκέμια», για τον ατίθασο<br />«έχει άλογα στ’ [[αλώνι]]», γι' αυτόν που αρνείται να δεχτεί [[πρόσκληση]]<br />«έχω τ’ άλογα στ’ [[αλώνι]]», [[τρώγω]]<br />«... και πράσινα άλογα», παραλογισμοί, ασυναρτησίες<br />«πράσινο [[άλογο]] ζητά», γι’ αυτόν που επιδιώκει τα αδύνατα<br />«σαν [[άλογο]] βαρβάτο δεν βαστιέται», για τον ανυπόμονο<br />«τα άλογα αποστάσανε» για τους υπερήλικες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἵππος]] (ο και η), η λ. που χρησιμοποιούσαν σ’ όλη την αρχαία Ελληνική για τη [[δήλωση]] του αντίστοιχου ζώου (από την ΙΕ ρ. <i>ek</i><sup>w</sup><i> o</i>- «[[άλογο]]», <b> | |mltxt=το (Μ ἄλογον, Ν και [[αλόγατο]])<br />το κατ’ εξοχήν χρήσιμο [[υποζύγιο]], ο [[ίππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(φρ. «γυρίζει σαν τ’ [[άλογο]] στ’ [[αλώνι]]», γι’ αυτόν που ακατάπαυστα ασχολείται με χειρωνακτική και μονότονη [[εργασία]]<br />«[[είναι]] [[άλογο]] [[χωρίς]] γκέμια», για τον ατίθασο<br />«έχει άλογα στ’ [[αλώνι]]», γι' αυτόν που αρνείται να δεχτεί [[πρόσκληση]]<br />«έχω τ’ άλογα στ’ [[αλώνι]]», [[τρώγω]]<br />«... και πράσινα άλογα», παραλογισμοί, ασυναρτησίες<br />«πράσινο [[άλογο]] ζητά», γι’ αυτόν που επιδιώκει τα αδύνατα<br />«σαν [[άλογο]] βαρβάτο δεν βαστιέται», για τον ανυπόμονο<br />«τα άλογα αποστάσανε» για τους υπερήλικες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἵππος]] (ο και η), η λ. που χρησιμοποιούσαν σ’ όλη την αρχαία Ελληνική για τη [[δήλωση]] του αντίστοιχου ζώου (από την ΙΕ ρ. <i>ek</i><sup>w</sup><i> o</i>- «[[άλογο]]», <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>aśva</i>-<i>s</i>, αρχ. ιρλ. <i>ech</i>, πιθ. λατ. <i>equus</i> <b>κ.ά.</b>, άρχισε ήδη στους μεταγενέστερους χρόνους και [[ιδίως]] στο [[τέλος]] της αλεξανδρινής περιόδου να παραχωρεί τη [[θέση]] της στη λ. <i>ἄλογον</i>, ουδ. του αρχ. επιθέτου [[ἄλογος]] «ο μη [[λογικός]], αυτός που δεν έχει [[λογικό]], [[λογική]] [[σκέψη]]».<br />Η λ. <i>ἄλογον</i>, ως επίθ. αρχικά της λ. [[ζῶον]], χρησιμοποιήθηκε στη στρατιωτική [[γλώσσα]] τών μεταγενέστερων χρόνων για να διακριθούν τα ζώα («τὰ ἄλόγα ζῶα») από τους άνδρες του στρατού, τις ανθρώπινες δυνάμεις. Από τη [[σύναψη]] «τῶν ἀλόγων ζώων» ειδικότερα [[προς]] τους «ἵππους», που [[τότε]] και για πολλούς αιώνες αποτελούσαν σημαντικό [[στοιχείο]] της καθημερινής στρατιωτικής ζωής, η σημ. «ἄλογο (ζῶο)» περιορίστηκε να δηλώσει ειδικά «τὸν ἵππο».<br />Ήδη στον Διόδωρο (23, 505) παραδίδεται: «ἀπώλεσαν μακρὰς [[ναῦς]] τριακοσίας [[τεσσαράκοντα]], ἱππαγωγοὺς δὲ καὶ πλοῖα ἕτερα τριακόσια, ἀπό δὲ Καμαρίνης ἕως Παχύνου τὰ σώματα καὶ τὰ ἄλόγα καὶ τὰ ναυάγια ἔκειντο». Στους βυζαντινούς και στους [[μετέπειτα]] χρόνους χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] για τη [[δήλωση]] του αλόγου η λ. <i>φάρας</i> και το υποκορ. [[φαρίον]], που κατέληξε στο <i>φαρὶ</i> (<b>πρβλ.</b> και μσν. άνω γερμ. <i>varis</i>), από το αραβ. <i>f</i><i>ā</i><i>ris</i> «[[ιππέας]], [[καβαλάρης]]».<br />Η λ. [[καβάλλης]] («[[εργάτης]] [[ίππος]]» <b>Ησύχ.</b>) δεν επέδωσε στην Ελληνική, αντίθετα [[προς]] το λατ. <i>caballus</i> «ευνουχισμένο [[άλογο]] - [[άλογο]] δουλειάς - [[άλογο]] (γενικά)», από όπου προήλθε. Από το λατ. <i>caballus</i> προήλθαν αντιθέτως διάφορες συναφείς λέξεις τών ρωμανικών γλωσσών (<b>πρβλ.</b> λ.χ. γαλλ. <i>cheval</i> «[[άλογο]]», <i>chevalier</i> «[[ιππότης]]», από όπου το αγγλ. <i>chivalry</i> «[[ιπποτισμός]]», ισπαν. <i>caballo</i> και ιταλ. <i>cavallo</i> «[[άλογο]]» και ισπαν. <i>caballero</i>, ιταλ. <i>cavaliere</i> «[[καβαλάρης]], [[ιππέας]]» <b>κ.ά.</b>) [[καθώς]] και το ελλην. <i>καβαλ</i>(<i>λ</i>)<i>άρης</i> «ο [[ιππέας]]».<br />Η αρχ. λ. [[ὀχεῖον]] «ο [[επιβήτορας]]» χρησιμοποιήθηκε, με [[στένωση]] της σημασίας της, για να δηλώσει ειδικότερα «τo [[άλογο]], τον ίππο», ενώ στους νεώτερους χρόνους η [[ίδια]] [[σημασία]] δηλώθηκε ως <i>βαρβάτο ἄλογο</i> (<span style="color: red;"><</span> μσν. [[βαρβάτος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>barbatus</i> «ο [[γενειοφόρος]]» — ο [[γενειοφόρος]] άντρας, ο [[αρρενωπός]], [[ανδροπρεπής]], κατ’[[αντίθεση]] [[προς]] τον ευνούχο). Τέλος η τουρκ. λ. <i>at</i> «[[άλογο]]» πέρασε στην Ελληνική ως <i>άτι</i>, που χρησιμοποιήθηκε πολύ στη δημώδη Ελληνική (δημοτ. τραγούδια <b>κ.ά.</b>), [[καθώς]] και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες (αρχ. Ρουμανική, Σερβοκροατική). Μορφολογικό [[ενδιαφέρον]] παρουσιάζει ο τ. πληθ. <i>αλόγατα</i>, από όπου και ο ενικ. τ. [[αλόγατο]].<br />Τέτοιοι τύποι πληθυντικού σε -<i>τα</i> από ουδ. ουσιαστικά σε -<i>ο</i> ή -<i>ος</i> (<i>ονείρατα</i>, [[προσώπατα]] — <i>πάθητα</i>, <i>βάθητα</i> <b>κ.ά.</b>) σχηματίστηκαν ήδη στην αρχαία (<i>ὀνείρατα</i>, [[προσώπατα]]) αναλογικά [[προς]] τα περιττοσύλλαβα ουσιαστικά του τύπου <i>ὀνόματα</i>, <i>πράγματα</i>, <i>σώματα</i>.Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[άλογο]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλόγα]], [[αλογάκι]], <i>αλογάρα</i>, [[αλόγαρος]], [[αλογάς]], [[αλογατάκι]], [[αλογατένιος]], [[αλόγατο]], [[αλογήσιος]], [[αλογιά]], [[αλογίνα]], [[αλογινός]], [[αλογίτικος]], [[αλογόπουλο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>αλογοτριπλοντέληνος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλογάνθρωπος]], <i>αλογάχναρο</i>, [[αλογόβεργα]], [[αλογόβιτσα]], [[αλογοβορός]], [[αλογοβοσκός]], [[αλογοβουνιά]], [[αλογογελάδια]], [[αλογογιατρός]], [[αλογόδοντο]], [[αλογοζεύγαρο]], [[αλογοθηλειά]], [[αλογοκάραβο]], [[αλογοκάρφι]], [[αλογοκλέφτης]], [[αλογόκομπος]], [[αλογοκριθή]], [[αλογοκυλίστρα]], [[αλογολάτης]], [[αλογολίβαδο]], [[αλογολίθι]], [[αλογόμαντρα]], [[αλογομούλαρο]], [[αλογομούρης]], [[αλογόμυγα]], [[αλογόμυλος]], [[αλογονταρντάνα]], [[αλογοουρά]], [[αλογοπάζαρο]], [[αλογοπάτημα]], [[αλογοπατημασιά]], [[αλογοπεταλιά]], [[αλογόπετρα]], [[αλογοπέτσι]], [[αλογοπούλαρο]], [[αλογοράβδι]], [[αλογοσάμαρο]], [[αλογοσέλινο]], [[αλογοσέρνω]], [[αλογοσίδερο]], <i>αλογόσταυλος</i>, [[αλογόστανη]], [[αλογόστροφος]], [[αλογοσύρτης]], [[αλογοταγή]], [[αλογοτόμαρο]], [[αλογότριχα]], [[αλογοφαγάς]], [[αλογοφόρτι]], [[αλογοφουρτούνα]]. | ||
}} | }} |