3,277,218
edits
(6) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έως), το (AM [[ἄστυ]], -έως, Α και -εος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πόλη]] (σε [[αντίθεση]] με τα προάστια και την ύπαιθρο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατοικία]], το [[ανάκτορο]]<br /><b>2.</b> η [[κάτω]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την [[ακρόπολη]]<br /><b>3.</b> (για την Αττική) (ιδιαίτερα [[χωρίς]] [[άρθρο]]) η [[κυρίως]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την ύπαιθρο<br /><b>4.</b> η Αθήνα σε [[αντίθεση]] με το Φάληρο και τον Πειραιά<br /><b>5.</b> [[πόλη]] από υλική [[θεώρηση]], κτίσματα, δρόμοι, [[αγορά]], σε [[αντίθεση]] με το έμψυχο υλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άστυ]], γεν. <i>άστεος</i> (ιων. επικ. τ.) και <i>άστεως</i> (τ. [[αττικός]], της τραγικής ποιήσεως και [[νεώτερος]] αναλογικά [[προς]] το <i>πόλεως</i>) προήλθε από <i>Fάστυ</i>, με σίγηση του αρχικού <i>F</i>- (<b> | |mltxt=(-έως), το (AM [[ἄστυ]], -έως, Α και -εος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πόλη]] (σε [[αντίθεση]] με τα προάστια και την ύπαιθρο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατοικία]], το [[ανάκτορο]]<br /><b>2.</b> η [[κάτω]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την [[ακρόπολη]]<br /><b>3.</b> (για την Αττική) (ιδιαίτερα [[χωρίς]] [[άρθρο]]) η [[κυρίως]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την ύπαιθρο<br /><b>4.</b> η Αθήνα σε [[αντίθεση]] με το Φάληρο και τον Πειραιά<br /><b>5.</b> [[πόλη]] από υλική [[θεώρηση]], κτίσματα, δρόμοι, [[αγορά]], σε [[αντίθεση]] με το έμψυχο υλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άστυ]], γεν. <i>άστεος</i> (ιων. επικ. τ.) και <i>άστεως</i> (τ. [[αττικός]], της τραγικής ποιήσεως και [[νεώτερος]] αναλογικά [[προς]] το <i>πόλεως</i>) προήλθε από <i>Fάστυ</i>, με σίγηση του αρχικού <i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> βοιωτ. γεν. <i>Fάστιος</i>, αρκαδ. γεν. <i>Fασστυ</i>-<i>όχω</i>), μαρτυρείται δε πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως <i>wa</i>-<i>tu</i>. Στην αρχαία [[εποχή]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[αγρός]], <i>ακρόπολις</i>, [[καθώς]] [[επίσης]] και [[προς]] το [[πόλις]] (που [[κατά]] κύριο λόγο χαρακτήριζε το έμψυχο υλικό της πόλεως), ενώ ειδικότερα δήλωνε την [[πόλη]] των Αθηνών ([[έναντι]] των προαστίων της: Φάληρο, Πειραιά <b>κ.λπ.</b>) Ετυμολογικά ο τ. [[άστυ]] αντιστοιχεί [[προς]] τα αρχ. ινδ. <b>(βεδ.)</b> <i>r</i><i>ā</i><i>stu</i> «[[τόπος]] κατοικίας», πιθ. μεσσαπ. <i>vastei</i>, τοχαρ. Α' <i>wast</i>, το-χαρ. Β' <i>ost</i> «[[σπίτι]]» (τύποι που ανάγονται σε IE. <i>ụes</i>- «[[μένω]], [[περνώ]] τον καιρό μου, [[κατοικώ]], [[διανυκτερεύω]]»). Έχει υποστηριχθεί [[ακόμη]] η [[άποψη]] ότι ο [[σχηματισμός]] αυτών των λέξεων στηρίζεται σε αρχ. [[ρήμα]], που ανευρίσκεται στα αρχ. ινδ. <i>vasati</i>, «μένει», γοτθ. <i>wisan</i> «[[είναι]], μένει», ελλην. αόρ. <i>άεσα</i> (<b>βλ.</b> [[αέσκω]]). Ανερμήνευτο παραμένει το <i>α</i>- του ελλην. τ. [[έναντι]] της εναλλαγής απαθούς-ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας <i>ụes</i>-, που [[κατά]] κανόνα επικρατεί στους αντίστοιχους IE. τύπους, [[γεγονός]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] αναγωγής του <i>α</i>- σε προελληνικό [[υπόστρωμα]]. Τέλος ανάλογο [[προς]] τον μορφολογικό σχηματισμό σε <i>tu</i>- του τ. [[άστυ]] εμφανίζουν και τα γοτθ. <i>wists</i> «[[φύση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ụes</i>-<i>t</i>-<i>is</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Εστία</i>), αρχ. ιρλ. <i>foss</i> «[[ησυχία]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ụos</i>-<i>to</i>-<i>s</i>) κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αστίτης]], [[άστυρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αστυνόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αστυΐατρος]], [[αστυκλινική]], [[αστυκτηνίατρος]], [[αστυμηχανικός]], <i>αστυφύλαξ</i> (-<i>ακας</i>), [[αστυφιλία]], [[αστυχημικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αστυάναξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αστυπολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αστόξενος]], [[αστυβοώτης]], [[αστυγείτων]], [[αστυδρομούμαι]], [[αστύθεμις]], [[αστύνικος]], [[αστυόχος]], [[αστυπόλος]], [[αστυάναξ]]. Ο τ. [[άστυ]] χρησιμοποιήθηκε και [[κατά]] την [[παραγωγή]] και [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων: <i>Αστείος</i>, <i>Fαστίας</i>, <i>Fαστίνιος</i>, <i>Άστων</i>, <i>Faστούκριτος</i>, <i>Αστυάναξ</i>, <i>Αστυγένης</i>, <i>Αστυδάμας</i>, <i>Αστύδωρος</i>, <i>Αστυκλής</i>, <i>Αστυκράτης</i>, <i>Αστυκρέων</i>, <i>Αστυλαΐδας</i>, <i>Αστύλος</i>, <i>Αστύμαχος</i>, <i>Fαστυμεδόντιος</i>, <i>Αστυμέδων</i>, <i>Αστυμήδης</i>, <i>Αστύνομος</i>, <i>Αστύνους</i>, <i>Αστύξενος</i>, <i>Αστύοχος</i>, <i>Αστύπυλος</i>, <i>Αστυχαρίδης</i>]. | ||
}} | }} |