Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άκανθα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ."
(2)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (η [[αγκάθα]]) (Α [[ἄκανθα]])<br /><b>1.</b> [[κεντρί]], [[αγκάθι]] μυτερό σε φυτά ή έντομα<br /><b>2.</b> μυτερή [[προεξοχή]] ενός οστού<br />«ρινική [[άκανθα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] με αγκάθια, [[γαϊδουράγκαθο]]<br /><b>2.</b> αγκαθωτό [[δέντρο]] της Αιγύπτου, [[είδος]] ακακίας (<b>Ηρόδ.</b> 2.96)<br /><b>3.</b> το [[αγκάθι]], η [[βελόνα]] του σκαντζόχοιρου<br /><b>4.</b> η σπονδυλική [[στήλη]] τών ψαριών (<b>Αισχύλ.</b> απ. 270, <b>Αριστοφ.</b> Σφήκ. 969), τών φιδιών (<b>Ηρόδ.</b> 2.75), τών ανθρώπων (<b>Ηρόδ.</b> 4.72)<br /><b>5.</b> ο [[άκανθος]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[κάτι]] το άχρηστο<br />«οὐ γὰρ ἄκανθαι» (<b>Αριστοφ.</b> απ. 407)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> <i>ἄκανθαι</i> (<i>ζητήσεων</i>)<br />προβλήματα ακανθώδη (Λουκ. Διάλ. [[προς]] Ησίοδον 5)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> η [[αμαρτία]] (Γρηγ. Νύσσ. Μ. (46.1136c), η [[αίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκανθα]] ξεκίνησε ως [[βοτανικός]] όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών [[φυτών]]. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια τών ψαριών και, συνεκδοχικά, τον [[σκελετό]] τους, φτάνοντας τελικά να σημάνει και τη σπονδυλική [[στήλη]] τών ζώων, ερπετών και του ανθρώπου. Δεν υπάρχει γενικότερη [[συμφωνία]] ως [[προς]] την ετυμολογική [[προέλευση]] της λέξεως. Αλλοι δέχονται πως προέρχεται από αρχικό τύπο <i>ἄκ</i>-<i>ανθα</i> «[[άνθη]] τών αγκαθιών» κι άλλοι ανάγονται σε αρχικό τ. [[ἄκαν]]-<i>θα</i>. Πιθανότερη φαίνεται μια νεώτερη [[άποψη]] που ερμηνεύει τη [[λέξη]] με [[απλολογία]] από τ. <i>ἀκαν</i>-<i>ανθα</i> ή, [[μάλλον]], <i>ἀκαν</i>-<i>ανθος</i> που θα προήλθε από συμφυρμό τών [[ἄκανος]] και [[ἄνθος]]. Σύμφωνα μ' αυτή την [[ερμηνεία]] η [[σχέση]] της λ. [[ἄκανθα]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]» [[είναι]] έμμεση, με [[παρεμβολή]] του τ. [[ἄκανος]] («[[είδος]] αγκαθιού-αγκαθωτή [[κορφή]]») που ανάγεται σ' αυτή τη [[ρίζα]]. Από το [[πλήθος]] τών παραγώγων της λ. άλλα συνδέονται με τη [[σημασία]] «[[αγκάθι]]», ενώ [[πολλά]] ονόματα ζώων ή ψαριών φαίνονται να συνδέονται περισσότερο με τις σημασίες «[[αγκάθι]] ψαριού, [[ραχοκοκαλιά]], σπονδυλική [[στήλη]]. Τέλος η λ. έδωσε [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] πλήθους επιστημονικών όρων, αρχαίων και νέων. Από τον υποκοριστικό τ. του [[ἄκανθα]], το [[ἀκάνθιον]], προήλθε στους μεσαιωνικούς χρόνους ο τ. <i>ἀκάνθιν</i>, απ' όπου τελικά προέκυψε ο νεοελλ. τ. [[αγκάθι]] με ηχηροποίηση του <i>κ</i> ως <i>g</i> (<i>γκ</i>), πιθ. από παρετυμολογική [[επίδραση]] λέξεων όπως [[αγκύλη]], [[αγκυλώνω]], [[αγκίστρι]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[αγκίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκίδα</i> / [[ἀκίς]], [[αγκινάρα]] <span style="color: red;"><</span> [[κινάρα]]). Ο τ. [[αγκάθι]] χρησιμοποιήθηκε ως α' ή β' συνθετικό πολλών νεοελληνικών συνθέτων, φυτωνυμίων [[κυρίως]] της λαϊκής ονοματολογίας, ενώ από το αρχ. και λόγιο νεοελλ. [[ἄκανθα]] δημιουργήθηκαν [[κυρίως]] επιστημονικοί βοτανικοί και ζωολογικοί όροι. Πρβλ. λ.χ. λαϊκά (διαλεκτικά [[συνήθως]]) φυτωνύμια, όπως <i>αγκαθοκέφαλο</i>, <i>αγκαθόκλωνο</i>, <i>αγκαθοκολιά</i>, <i>αγκαθόκορφο</i>, <i>αγκαθολάπαθο</i>, <i>αγκαθομανίταρο</i>, <i>αγκαθομαστίχα</i>, <i>αγκαθοροδιά</i> και άλλα [[σύνθετα]] με το [[αγκάθι]] ως β' συνθετικό: [[αγριάγκαθο]], [[κεφαλάγκαθο]], [[ξυλάγκαθο]], [[κοκκινάγκαθο]], [[γομαράγκαθο]], [[ψαράγκαθο]], [[ξεράγκαθο]], [[ασπράγκαθο]], [[τετράγκαθο]], [[σταυράγκαθο]], [[γαϊδουράγκαθο]], <i>χλωράγκαθο</i>, [[χριστάγκαθο]], <i>μαστιχάγκαθο</i>. Για περισσότερα (αρχική [[ρίζα]], ομόρριζα <b>κ.λπ.</b>) <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[άκανθα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακανθηρός]], [[ακανθίας]], [[ακανθικός]], [[ακάνθινος]], <i>ακάνθιον</i>, [[ακανθίς]], [[ακανθίων]], [[ακανθυλλίς]], [[ακανθώδης]], [[ακανθών]] <b>αρχ.</b> [[ἀκανθήεις]], [[ἀκανθίζω]], <i>ἀκανθοῡμαι</i> <b>νεοελλ.</b> ελληνογενείς επιστημον. όροι: <i>ακανθάρια</i>, <i>ακανθέλλα</i>, <i>ακανθίαση</i>, [[ακανθίδιο]], <i>ακανθίνη</i>, <i>ακανθίτης</i>, [[ακάνθωμα]], <i>ακάνθωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακανθοβόλος]], [[ακανθόνωτος]], [[ακανθοστεφής]], [[ακανθοφάγος]], [[ακανθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκανθοβάτης]], [[ἀκανθοπλήξ]], <i>ἀκανθοφυῶ</i><br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακανθολόγος]], [[ακανθοτρόφος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκανθοβελής]], [[ἀκανθόβλαστος]], [[ἀκανθοτόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακανθακτινέλλα</i>, <i>ακανθαστήρ</i>, <i>ακανθεφίππιο</i>, <i>ακανθεφύρα</i>, <i>ακανθεχίνος</i>, [[ακανθόβιος]], <i>ακανθόγλωσσος</i>, <i>ακανθοδάκτυλος</i>, [[ακανθοειδής]], <i>ακανθοζωίδια</i>, [[ακανθόκαρπος]], <i>ακανθόκερας</i>, <i>ακανθοκέφαλα</i>, <i>ακανθόκινος</i>, [[ακανθόκλαδος]], [[ακανθόκορμος]], <i>ακανθόκτενο</i>, <i>ακανθοκύβιο</i>, [[ακανθολάβος]], <i>ακανθόλαβρος</i>, <i>ακανθολείμων</i>, <i>ακανθολεπίς</i>, [[ακανθόλυση]], [[ακανθομαστίχη]], <i>ακανθόμετρο</i>, <i>ακανθόνημος</i>, <i>ακανθοπάναξ</i>, <i>ακανθόρριζα</i>, <i>ακανθοσίκυος</i>, [[ακανθόσπορος]], <i>ακανθόσταυρος</i>, <i>ακανθόσταχυς</i>, <i>ακανθόστιγμα</i>, <i>ακανθόσφαιρα</i>, <i>ακανθόσωμα</i>, <i>ακάνθουρος</i>, <i>ακανθόφις</i>, <i>ακανθοφοίνιξ</i>, <i>ακανθόφυλλο</i>, <i>ακανθοχίασμα</i>, <i>ακανθοχίτων</i>.
|mltxt=η (η [[αγκάθα]]) (Α [[ἄκανθα]])<br /><b>1.</b> [[κεντρί]], [[αγκάθι]] μυτερό σε φυτά ή έντομα<br /><b>2.</b> μυτερή [[προεξοχή]] ενός οστού<br />«ρινική [[άκανθα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] με αγκάθια, [[γαϊδουράγκαθο]]<br /><b>2.</b> αγκαθωτό [[δέντρο]] της Αιγύπτου, [[είδος]] ακακίας (<b>Ηρόδ.</b> 2.96)<br /><b>3.</b> το [[αγκάθι]], η [[βελόνα]] του σκαντζόχοιρου<br /><b>4.</b> η σπονδυλική [[στήλη]] τών ψαριών (<b>Αισχύλ.</b> απ. 270, <b>Αριστοφ.</b> Σφήκ. 969), τών φιδιών (<b>Ηρόδ.</b> 2.75), τών ανθρώπων (<b>Ηρόδ.</b> 4.72)<br /><b>5.</b> ο [[άκανθος]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[κάτι]] το άχρηστο<br />«οὐ γὰρ ἄκανθαι» (<b>Αριστοφ.</b> απ. 407)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> <i>ἄκανθαι</i> (<i>ζητήσεων</i>)<br />προβλήματα ακανθώδη (Λουκ. Διάλ. [[προς]] Ησίοδον 5)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> η [[αμαρτία]] (Γρηγ. Νύσσ. Μ. (46.1136c), η [[αίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκανθα]] ξεκίνησε ως [[βοτανικός]] όρος που δήλωνε διάφορα είδη αγκαθωτών [[φυτών]]. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα αγκάθια τών ψαριών και, συνεκδοχικά, τον [[σκελετό]] τους, φτάνοντας τελικά να σημάνει και τη σπονδυλική [[στήλη]] τών ζώων, ερπετών και του ανθρώπου. Δεν υπάρχει γενικότερη [[συμφωνία]] ως [[προς]] την ετυμολογική [[προέλευση]] της λέξεως. Αλλοι δέχονται πως προέρχεται από αρχικό τύπο <i>ἄκ</i>-<i>ανθα</i> «[[άνθη]] τών αγκαθιών» κι άλλοι ανάγονται σε αρχικό τ. [[ἄκαν]]-<i>θα</i>. Πιθανότερη φαίνεται μια νεώτερη [[άποψη]] που ερμηνεύει τη [[λέξη]] με [[απλολογία]] από τ. <i>ἀκαν</i>-<i>ανθα</i> ή, [[μάλλον]], <i>ἀκαν</i>-<i>ανθος</i> που θα προήλθε από συμφυρμό τών [[ἄκανος]] και [[ἄνθος]]. Σύμφωνα μ' αυτή την [[ερμηνεία]] η [[σχέση]] της λ. [[ἄκανθα]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]» [[είναι]] έμμεση, με [[παρεμβολή]] του τ. [[ἄκανος]] («[[είδος]] αγκαθιού-αγκαθωτή [[κορφή]]») που ανάγεται σ' αυτή τη [[ρίζα]]. Από το [[πλήθος]] τών παραγώγων της λ. άλλα συνδέονται με τη [[σημασία]] «[[αγκάθι]]», ενώ [[πολλά]] ονόματα ζώων ή ψαριών φαίνονται να συνδέονται περισσότερο με τις σημασίες «[[αγκάθι]] ψαριού, [[ραχοκοκαλιά]], σπονδυλική [[στήλη]]. Τέλος η λ. έδωσε [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] πλήθους επιστημονικών όρων, αρχαίων και νέων. Από τον υποκοριστικό τ. του [[ἄκανθα]], το [[ἀκάνθιον]], προήλθε στους μεσαιωνικούς χρόνους ο τ. <i>ἀκάνθιν</i>, απ' όπου τελικά προέκυψε ο νεοελλ. τ. [[αγκάθι]] με ηχηροποίηση του <i>κ</i> ως <i>g</i> (<i>γκ</i>), πιθ. από παρετυμολογική [[επίδραση]] λέξεων όπως [[αγκύλη]], [[αγκυλώνω]], [[αγκίστρι]] (<b>πρβλ.</b> και [[αγκίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκίδα</i> / [[ἀκίς]], [[αγκινάρα]] <span style="color: red;"><</span> [[κινάρα]]). Ο τ. [[αγκάθι]] χρησιμοποιήθηκε ως α' ή β' συνθετικό πολλών νεοελληνικών συνθέτων, φυτωνυμίων [[κυρίως]] της λαϊκής ονοματολογίας, ενώ από το αρχ. και λόγιο νεοελλ. [[ἄκανθα]] δημιουργήθηκαν [[κυρίως]] επιστημονικοί βοτανικοί και ζωολογικοί όροι. Πρβλ. λ.χ. λαϊκά (διαλεκτικά [[συνήθως]]) φυτωνύμια, όπως <i>αγκαθοκέφαλο</i>, <i>αγκαθόκλωνο</i>, <i>αγκαθοκολιά</i>, <i>αγκαθόκορφο</i>, <i>αγκαθολάπαθο</i>, <i>αγκαθομανίταρο</i>, <i>αγκαθομαστίχα</i>, <i>αγκαθοροδιά</i> και άλλα [[σύνθετα]] με το [[αγκάθι]] ως β' συνθετικό: [[αγριάγκαθο]], [[κεφαλάγκαθο]], [[ξυλάγκαθο]], [[κοκκινάγκαθο]], [[γομαράγκαθο]], [[ψαράγκαθο]], [[ξεράγκαθο]], [[ασπράγκαθο]], [[τετράγκαθο]], [[σταυράγκαθο]], [[γαϊδουράγκαθο]], <i>χλωράγκαθο</i>, [[χριστάγκαθο]], <i>μαστιχάγκαθο</i>. Για περισσότερα (αρχική [[ρίζα]], ομόρριζα <b>κ.λπ.</b>) <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[άκανθα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακανθηρός]], [[ακανθίας]], [[ακανθικός]], [[ακάνθινος]], <i>ακάνθιον</i>, [[ακανθίς]], [[ακανθίων]], [[ακανθυλλίς]], [[ακανθώδης]], [[ακανθών]] <b>αρχ.</b> [[ἀκανθήεις]], [[ἀκανθίζω]], <i>ἀκανθοῡμαι</i> <b>νεοελλ.</b> ελληνογενείς επιστημον. όροι: <i>ακανθάρια</i>, <i>ακανθέλλα</i>, <i>ακανθίαση</i>, [[ακανθίδιο]], <i>ακανθίνη</i>, <i>ακανθίτης</i>, [[ακάνθωμα]], <i>ακάνθωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακανθοβόλος]], [[ακανθόνωτος]], [[ακανθοστεφής]], [[ακανθοφάγος]], [[ακανθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκανθοβάτης]], [[ἀκανθοπλήξ]], <i>ἀκανθοφυῶ</i><br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακανθολόγος]], [[ακανθοτρόφος]], [[ακανθόχοιρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκανθοβελής]], [[ἀκανθόβλαστος]], [[ἀκανθοτόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακανθακτινέλλα</i>, <i>ακανθαστήρ</i>, <i>ακανθεφίππιο</i>, <i>ακανθεφύρα</i>, <i>ακανθεχίνος</i>, [[ακανθόβιος]], <i>ακανθόγλωσσος</i>, <i>ακανθοδάκτυλος</i>, [[ακανθοειδής]], <i>ακανθοζωίδια</i>, [[ακανθόκαρπος]], <i>ακανθόκερας</i>, <i>ακανθοκέφαλα</i>, <i>ακανθόκινος</i>, [[ακανθόκλαδος]], [[ακανθόκορμος]], <i>ακανθόκτενο</i>, <i>ακανθοκύβιο</i>, [[ακανθολάβος]], <i>ακανθόλαβρος</i>, <i>ακανθολείμων</i>, <i>ακανθολεπίς</i>, [[ακανθόλυση]], [[ακανθομαστίχη]], <i>ακανθόμετρο</i>, <i>ακανθόνημος</i>, <i>ακανθοπάναξ</i>, <i>ακανθόρριζα</i>, <i>ακανθοσίκυος</i>, [[ακανθόσπορος]], <i>ακανθόσταυρος</i>, <i>ακανθόσταχυς</i>, <i>ακανθόστιγμα</i>, <i>ακανθόσφαιρα</i>, <i>ακανθόσωμα</i>, <i>ακάνθουρος</i>, <i>ακανθόφις</i>, <i>ακανθοφοίνιξ</i>, <i>ακανθόφυλλο</i>, <i>ακανθοχίασμα</i>, <i>ακανθοχίτων</i>.
}}
}}