Anonymous

ήδος: Difference between revisions

From LSJ
22 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἦδος]], -εος, δωρ. τ. [[ἆδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[ευφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[ἀλλά]] τί μοι τῶν [[ἦδος]];» — και [[ποιά]] [[ευχαρίστηση]] έχω από αυτά; <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξίδι]], όξος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ήδος]] με τη σημ. «[[ηδονή]], [[απόλαυση]]» <span style="color: red;"><</span> [[ήδομαι]], με ομηρική [[ψίλωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ημέρα]] - [[ήμαρ]]). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «[[ξίδι]]» και μπορεί, [[επομένως]], να θεωρηθεί [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του [[ηδύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηδύνω]] «[[νοστιμίζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αηδής]], <i>ευηδής</i>, [[θυμηδής]], [[μελιηδής]], [[πολυηδής]], [[φιληδής]].
|mltxt=[[ἦδος]], -εος, δωρ. τ. [[ἆδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[ευφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[ἀλλά]] τί μοι τῶν [[ἦδος]];» — και [[ποιά]] [[ευχαρίστηση]] έχω από αυτά; <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξίδι]], όξος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ήδος]] με τη σημ. «[[ηδονή]], [[απόλαυση]]» <span style="color: red;"><</span> [[ήδομαι]], με ομηρική [[ψίλωση]] (πρβλ. [[ημέρα]] - [[ήμαρ]]). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «[[ξίδι]]» και μπορεί, [[επομένως]], να θεωρηθεί [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του [[ηδύς]] (πρβλ. [[ηδύνω]] «[[νοστιμίζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αηδής]], <i>ευηδής</i>, [[θυμηδής]], [[μελιηδής]], [[πολυηδής]], [[φιληδής]].
}}
}}