3,277,119
edits
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἦδος]], -εος, δωρ. τ. [[ἆδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[ευφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[ἀλλά]] τί μοι τῶν [[ἦδος]];» — και [[ποιά]] [[ευχαρίστηση]] έχω από αυτά; <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξίδι]], όξος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἦδος]], -εος, δωρ. τ. [[ἆδος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[ευφροσύνη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[ἀλλά]] τί μοι τῶν [[ἦδος]];» — και [[ποιά]] [[ευχαρίστηση]] έχω από αυτά; <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξίδι]], όξος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ήδος]] με τη σημ. «[[ηδονή]], [[απόλαυση]]» <span style="color: red;"><</span> [[ήδομαι]], με ομηρική [[ψίλωση]] (πρβλ. [[ημέρα]] - [[ήμαρ]]). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «[[ξίδι]]» και μπορεί, [[επομένως]], να θεωρηθεί [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του [[ηδύς]] (πρβλ. [[ηδύνω]] «[[νοστιμίζω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αηδής]], <i>ευηδής</i>, [[θυμηδής]], [[μελιηδής]], [[πολυηδής]], [[φιληδής]]. | ||
}} | }} |