3,277,759
edits
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[αγέρας]], ο [AM ἀὴρ (-[[έρος]]), στα Α και ιων. ἠήρ, αιολ. [[αὐήρ]], δωρ. [[ἀβήρ]]<br />στον Όμηρο και Ησίοδο θηλ, από τον <b>Ηρόδ.</b> κ. εξ. αρσ.]<br /><b>1.</b> το [[μίγμα]] τών αερίων που περιβάλλει τη γη<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> η [[ατμόσφαιρα]], ο [[αέρας]] που περιβάλλει τη γη και, [[κατά]] τη λαϊκή [[αντίληψη]], το [[κενό]] [[πάνω]] από αυτήν<br /><b>3.</b> οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου, η [[υγιεινή]] [[κατάσταση]], το [[κλίμα]] του (στα αρχ. στον πληθ.)<br /><b>4.</b> για δυσώδεις ή μη αναθυμιάσεις, απόπνοιες<br /><b>εκκλ.</b> το [[τετράγωνο]] υφασμάτινο [[κάλυμμα]] του Αγίου Δίσκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρεύμα]] αέρα, [[άνεμος]]<br /><b>2.</b> το ψυχολογικό [[κλίμα]] που επικρατεί [[κάπου]] (σε [[τόπο]], συγκεντρώσεις <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> η εξωτερική [[εμφάνιση]] κάποιου, ύφος, όψη, τρόποι, [[παρουσιαστικό]]<br /><b>4.</b> [[κομψότητα]], [[χάρη]], [[γοητεία]], [[άνεση]] («σού έχει έναν αέρα!»)<br /><b>5.</b> αγέρωχο ύφος, [[τόλμη]], [[θάρρος]]<br /><b>6.</b> [[έπαρση]], [[θράσος]], [[αυθάδεια]] («παραπήρες αέρα και [[πρέπει]] [[κάποιος]] να στόν κόψει!»)<br /><b>7.</b> η [[έκφραση]] της ψυχικής διαθέσεως κάποιου<br /><b>8.</b> [[εμπειρία]], [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]], [[ευχέρεια]]<br /><b>9.</b> [[ελαφρότητα]], [[λεπτότητα]] ή [[διαφάνεια]]<br /><b>10.</b> η απειροελάχιστη [[διαφορά]], που χρειάζεται για να συμπληρωθεί το κανονικό ή το απαιτούμενο, προκειμένου να εκτελεσθεί μια [[πράξη]] ή να συμβεί [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[οτιδήποτε]] μη αληθινό, μη χειροπιαστό (όπως ο [[αέρας]]), ψευδές, αναληθές, αβάσιμο, ανεκτέλεστο<br /><b>12.</b> εικονική, πλασματική [[αγοραπωλησία]] τίτλων, συναλλάγματος, προϊόντων κ.λπ. στο [[χρηματιστήριο]] ( | |mltxt=και [[αγέρας]], ο [AM ἀὴρ (-[[έρος]]), στα Α και ιων. ἠήρ, αιολ. [[αὐήρ]], δωρ. [[ἀβήρ]]<br />στον Όμηρο και Ησίοδο θηλ, από τον <b>Ηρόδ.</b> κ. εξ. αρσ.]<br /><b>1.</b> το [[μίγμα]] τών αερίων που περιβάλλει τη γη<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> η [[ατμόσφαιρα]], ο [[αέρας]] που περιβάλλει τη γη και, [[κατά]] τη λαϊκή [[αντίληψη]], το [[κενό]] [[πάνω]] από αυτήν<br /><b>3.</b> οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου, η [[υγιεινή]] [[κατάσταση]], το [[κλίμα]] του (στα αρχ. στον πληθ.)<br /><b>4.</b> για δυσώδεις ή μη αναθυμιάσεις, απόπνοιες<br /><b>εκκλ.</b> το [[τετράγωνο]] υφασμάτινο [[κάλυμμα]] του Αγίου Δίσκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρεύμα]] αέρα, [[άνεμος]]<br /><b>2.</b> το ψυχολογικό [[κλίμα]] που επικρατεί [[κάπου]] (σε [[τόπο]], συγκεντρώσεις <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> η εξωτερική [[εμφάνιση]] κάποιου, ύφος, όψη, τρόποι, [[παρουσιαστικό]]<br /><b>4.</b> [[κομψότητα]], [[χάρη]], [[γοητεία]], [[άνεση]] («σού έχει έναν αέρα!»)<br /><b>5.</b> αγέρωχο ύφος, [[τόλμη]], [[θάρρος]]<br /><b>6.</b> [[έπαρση]], [[θράσος]], [[αυθάδεια]] («παραπήρες αέρα και [[πρέπει]] [[κάποιος]] να στόν κόψει!»)<br /><b>7.</b> η [[έκφραση]] της ψυχικής διαθέσεως κάποιου<br /><b>8.</b> [[εμπειρία]], [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]], [[ευχέρεια]]<br /><b>9.</b> [[ελαφρότητα]], [[λεπτότητα]] ή [[διαφάνεια]]<br /><b>10.</b> η απειροελάχιστη [[διαφορά]], που χρειάζεται για να συμπληρωθεί το κανονικό ή το απαιτούμενο, προκειμένου να εκτελεσθεί μια [[πράξη]] ή να συμβεί [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[οτιδήποτε]] μη αληθινό, μη χειροπιαστό (όπως ο [[αέρας]]), ψευδές, αναληθές, αβάσιμο, ανεκτέλεστο<br /><b>12.</b> εικονική, πλασματική [[αγοραπωλησία]] τίτλων, συναλλάγματος, προϊόντων κ.λπ. στο [[χρηματιστήριο]] (πρβλ. [[αεριτζής]])<br /><b>13.</b> α) η [[προσαύξηση]] της αξίας μιας επιχειρήσεως [[ένεκα]] της καλής της τοποθεσίας, της φήμης της, της [[μεγάλης]] πελατείας κ.ά., που αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία αυτής<br />β) το [[ποσόν]] που, σε [[περίπτωση]] εκχωρήσεως επιχειρήσεως, καταστήματος κ.ά., προστίθεται στην αντικειμενική [[αξία]] χώρου, εγκαταστάσεων ή εμπορευμάτων και οφείλεται στη [[φήμη]] ή την [[πελατεία]] τους<br /><b>14.</b> η [[αποζημίωση]] που παρέχεται από τους ιδιοκτήτες ή από τρίτους σε μισθωτές καταστημάτων ή οικιών, οι οποίοι προστατεύονται από το [[ενοικιοστάσιο]], για να λύσουν την αναγκαστική [[παράταση]] της μισθώσεως<br /><b>15.</b> ο [[ελεύθερος]] [[χώρος]] [[πάνω]] από [[οικοδομή]] και το [[δικαίωμα]] ανέγερσης οριζόντιας ιδιοκτησίας σ’ αυτόν<br /><b>16.</b> θέα, [[άποψη]]<br /><b>17.</b> ο [[γύρος]] του καπέλου (αλλ. [[μπορ]])<br /><b>18.</b> μακρόστενη [[ράβδος]] με [[ριπίδιο]] στο [[πάνω]] [[άκρο]] της για το [[σβήσιμο]] τών καντηλιών<br /><b>19.</b> (στη ζωγρ.) [[είδος]] βεντάλιας, με την οποία αερίζουν τα νωπά χρώματα, [[μόλις]] αγγίζοντάς τα, για να στρώσουν<br /><b>20.</b> [[αδιαθεσία]] της λεχώνας, που προέρχεται από [[μάτιασμα]] ([[συνήθως]] με το επίθ. [[κακός]])<br /><b>21.</b> [[καχεξία]] τών σπαρτών, που προέρχεται από απροσδιόριστη [[ασθένεια]]<br /><b>22.</b> το [[σχοινί]], το οποίο συνδέει τον κεντρικό στύλο του αλωνιού με το ζώο που αλωνίζει<br /><b>23.</b> [[ρεύμα]] αέρα, που προκαλείται από κινούμενο [[σώμα]]<br /><b>24.</b> (στον πληθ. ως ναυτ. όρος) <i>οι αέρηδες</i><br />τα δύο [[σχοινιά]], με τα οποία στηρίζεται πλευρικά το [[πάνω]] [[μέρος]] του ιστού πλοίου<br /><b>25.</b> (ως επιφών.) <i>αέρα!</i> α) πολεμική [[κραυγή]] του ελληνικού στρατού [[κατά]] τις εφόδους του στους Βαλκανικούς πολέμους και τον πόλεμο του 40-41<br />β) [[κραυγή]] αποδοκιμασίας [[κατά]] τις διαδηλώσεις<br /><b>26.</b> <b>φρ.</b> «[[αέρας]] [[κοπανιστός]]» ή «[[καβουρντιστός]]» ή «[[τηγανητός]]», α) [[λόγια]] ή υποσχέσεις [[χωρίς]] ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], κενά [[λόγια]], αερολογίες<br />β) [[οτιδήποτε]] ανύπαρκτο ή απραγματοποίητο<br />«[[βγάζω]] αέρα», [[αποπέρδομαι]] ή [[ρεύομαι]]<br />«βάζει» ή «βγάζει» ή «πιάνει» ή «σηκώνεται [[αέρας]]», αρχίζει να φυσάει [[άνεμος]]<br />«[[δίνω]] (πολύ) αέρα σε κάποιον», του φέρομαι ελαστικά, του [[δείχνω]] [[μεγάλη]] [[οικειότητα]]<br />«[[δίνω]] τον αέρα σε κάποιον», τον [[διώχνω]]<br />«ζω με τον αέρα» ή «με αέρα», α) [[τρώγω]] λίγο ή [[καθόλου]]<br />β) [[είμαι]] [[άπορος]], [[πάμφτωχος]]<br />«[[κάνω]] αέρα», [[παράγω]] αέρα με τεχνητό τρόπο ([[φύσημα]], [[βεντάλια]] <b>κ.λπ.</b>)<br />«[[κατά]] τον αέρα που θα φυσήσει», ανάλογα με τη [[φορά]], την [[έκβαση]] τών πραγμάτων<br />«κόβει» ή «παύει» ή «πέφτει ο [[αέρας]]», σταματά να φυσάει<br />«[[κόβω]] τον αέρα κάποιου», τον [[αποθαρρύνω]]<br />«[[κοπανίζω]] αέρα», [[ματαιοπονώ]]<br />«[[κουβεντιάζω]] στον αέρα» ή «του αέρα», [[μωρολογώ]], [[αερολογώ]]<br />«κυνηγάει τον αέρα», λέγεται για ικανούς, για επιδέξιους σε [[κάτι]]<br />«[[λόγια]] του αέρα», [[μάταια]], αβάσιμα ή ασήμαντα [[λόγια]], αερολογίες<br />«να δούμε τί [[αέρας]] φυσάει», να βολιδοσκοπήσουμε τα πράγματα ή τις σκέψεις τών άλλων<br />«[[παίρνω]] αέρα» και «παίρνει το [[κεφάλι]] μου» ή «το [[μυαλό]] μου» ή «ο [[νους]] μου αέρα», [[γίνομαι]] [[θρασύς]], αποθρασύνομαι<br />«[[παίρνω]] (τον) αέρα (μου)», [[εισπνέω]] καθαρό αέρα στο ύπαιθρο, αναζωογονούμαι, [[ξεσκάω]]<br />«[[παίρνω]] τον αέρα κάποιου», του [[αφαιρώ]] [[κάθε]] [[δυνατότητα]] επιβολής ή ελέγχου [[επάνω]] μου<br />«πήρε η [[πορδή]] του αέρα», [[ακόμη]] κι αυτός ο [[τιποτένιος]] περηφανεύτηκε<br />«πήγε [[κάτι]] στον αέρα», χάθηκε άδικα, δεν έφερε κανένα [[αποτέλεσμα]]<br />«[[χτίζω]]» ή «[[ψαρεύω]] στον αέρα», [[ματαιοπονώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />θερμαινόμενο [[δωμάτιο]] στα λουτρά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αχλύς]], [[ομίχλη]], [[καταχνιά]]<br /><b>2.</b> (στη Στερεομετρία) όγκος<br /><b>3.</b> μια [[χρωστική]] [[ουσία]], χρώματος γκρίζου ή γαλάζιου<br /><b>4.</b> <b>(προσωπ.)</b> ο <i>Ἀήρ</i><br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[δέρω]] εἰς τὸν αέρα», [[σκιαμαχώ]]<br />«πρὸς τὸν ἀέρα [[διατρίβω]]», [[διαμένω]] στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀήρ</i>, [[κατά]] την πιθανότερη [[ετυμολογία]] (του Meillet), παράγεται από αρχ. τ. <i>ἀFήρ</i> (πρβλ. αιολ. [[αὔηρ]], δωρ. [[ἀβήρ]]) που συνδέεται με το <i>ἀ</i>(<i>F</i>)[[είρω]] «[[αίρω]], [[ανυψώνω]]». (Η αρχ. [[ρίζα]] [[είναι]] <i>αFερ</i>-, απ’ όπου το <i>αFερ</i>-<i>y</i><i>ō</i> > <i>αFείρω</i> το <i>ἀFηρ</i>-, ως εκτεταμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρ., και [[πιθανώς]] το [[αὔρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αὔρ</i>-<i>α</i>), αν δεν προέρχεται από <i>ἄFημι</i> -<i>αFρα</i> / [[αὔρα]]). Σύμφωνα με την [[ετυμολογία]] αυτή – που εμφανίζει ορισμένες δυσχέρειες ως [[προς]] την [[ερμηνεία]] του μακρού <i>ᾱ</i>- (<i>ἀὴρ</i>) – η λ. αρχικά θα σήμαινε «[[άρση]], [[ανύψωση]], [[ανέβασμα]] (στον ουρανό)» (πρβλ. ανάλογη ετυμολογική - σημασιολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] γερμ. <i>Luft</i> «[[αέρας]]» και αγγλ. <i>lift</i> «[[σηκώνω]], [[ανυψώνω]]»). Έτσι ερμηνεύεται η παλαιότατη [[σημασία]] της λ. στον Όμηρο (Ιλ. Ξ 288) και στον Ησίοδο (<i>Έργα</i> 549-553), που δηλώνει «την [[ομίχλη]] και ιδιαίτερα τους ατμούς που ανεβαίνουν από το [[έδαφος]] και αιωρούνται στο κατώτερο [[τμήμα]] της ατμοσφαίρας» (Chantraine), εν αντιθέσει [[προς]] το ανώτερο [[τμήμα]] της ατμοσφαίρας, τον <i>αιθέρα</i>. Τέλος, ο τ. <i>ἀὴρ</i> (και γεν. <i>ἀέρος</i>), [[αντί]] του κανονικού <i>ἠὴρ</i> (πρβλ. γεν. [[ἠέρος]]), προήλθε με [[ανομοίωση]], για ν' αποφευχθούν τα δύο αλλεπάλληλα <i>ηη</i> (<i>ἠήρ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αερίζω]], [[αέρινος]], [[αέριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀερόεις]], ιων. [[ἠερόεις]], [[ἀερόθεν]] <b>νεοελλ.</b> [[αεράτος]], [[αεριτζής]], [[αερολογώ]], [[αερού]], [[αερούδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αεροβάτης]], [[αερόβιος]], [[αεροδόνητος]], [[αεροδρόμος]], [[αεροειδής]], [[αερομαντεία]], [[αερομαχία]], <i>αερομετρώ</i>, [[αερομιγής]], [[αερομιχλώδης]], [[αερονόμος]], [[αεροπετής]], [[αεροπόρος]], [[αεροφυής]], [[αερόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀερολέσχης]], <i>ἀερομέλι</i>, [[ἀερόμυθος]], [[ἀερονηχής]], [[ἀεροπέτης]], [[ἀερόπλανος]], [[ἀεροτόμος]], <i>ἀερόφοβος</i>, [[ἀερόφοιτος]], [[ἀεροφόρητος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀεροβάμων]], [[ἀερόγραπτος]]. <i>ἀερόβατος</i>, [[ἀεροδινής]], <i>ἀεροδονοῦμαι</i>, [[ἀερόμαντις]], [[ἀερόπους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αεράγημα]], [[αεραγωγός]], <i>αεραέριο</i>, <i>αεραιμία</i>, [[αεράκατος]], [[αεράμυνα]], [[αεραντλία]], [[αεραπόβαση]], [[αεραποθήκη]], <i>αερασθένεια</i>, [[αερατμός]], <i>αερεισπνοή</i>, [[αερέλκυθρο]], <i>αερεντερεκτασία</i>, <i>αερηθμός</i>, <i>αεριοαναλυτής</i>, <i>αερογραφία</i>, <i>αεροανυψωτήρας</i>, [[αεροβίωση]], <i>αεροβολίδα</i>, <i>αεροβόλιση</i>, [[αεροβόλος]], [[αεροβόρος]], <i>αεροβότανο</i>, [[αερογάμης]], [[αερογαμία]], [[αερογαστρία]], [[αερογεμίζω]], [[αερογέννητος]], [[αερογέφυρα]], <i>αερογνωσία</i>, [[αερόγραμμα]], <i>αερογραφία</i>, [[αερογράφος]], [[αεροδείκτης]], [[αεροδέρνω]], [[αεροδιάλυτος]], [[αεροδιαστημικός]], [[αεροδιαχωριστής]], [[αεροδίνη]], [[αεροδίνητος]], [[αεροδόκη]], [[αεροδονταλγία]], [[αεροδοχείο]], [[αεροδόχος]], [[αεροδροσίζομαι]], [[αεροδυναμική]], <i>αεροεξαγωγός</i>, <i>αεροεξπρές</i>, [[αεροζωγραφική]], [[αεροηλιοθεραπεία]], <i>αεροηλιοθεραπευτήριο</i>, [[αεροηλιόλουτρο]], [[αεροθάλαμος]], [[αεροθεραπεία]], [[αεροθεραπευτήριο]], <i>αεροθερμαγωγός</i>, <i>αεροθέρμανση</i>, [[αεροθερμαντήρας]], [[αεροθερμοθεραπεία]], [[αερόθερμος]], <i>αεροθλίπτης</i>, <i>αεροϊατρική</i>, <i>αεροκαθαριστής</i>, [[αεροκατάποση]], [[αεροκατοπτρισμός]], [[αερόκενος]], [[αεροκήλη]], [[αεροκιβώτιο]], [[αεροκινητήρας]], [[αεροκίνητος]], [[αεροκοπανίζω]], [[αεροκόπος]], [[αεροκουβέντα]], [[αεροκουβεντιάζω]], [[αεροκουνώ]], [[αεροκρέμαστος]], [[αεροκτίζω]], [[αερολάμνω]], [[αερολέσχη]], [[αεροληψία]], [[αερολιμένας]], [[αερόλογο]], [[αερολόγος]], [[αερόλουτρο]], [[αερόλυμα]], [[αερομαγνητικός]], [[αερομαγνητόμετρο]], [[αερομάντης]], <i>αερομέταλλο</i>, <i>αερομέτρημα</i>, <i>αερομέτρης</i>, <i>αερόμετρο</i>, <i>αερομηχανική</i>, [[αερομίχλη]], [[αερομοντελισμός]], [[αερόμορφος]], <i>αερομπετόν</i>, [[αερόμυαλος]], [[αερόμυλος]], [[αεροναυαγός]], <i>αεροναυαγοσωστικός</i>, [[αεροναυμαχία]], [[αεροναυπηγικός]], [[αεροναύτης]], <i>αεροναυτία</i>, [[αεροναυτική]], [[αεροναυτιλία]], <i>αερόνεφος</i>, [[αερονομία]], <i>αερόνους</i>, <i>αεροπαγής</i>, [[αεροπαίρνω]], [[αερόπαυση]], [[αεροπέδη]], [[αεροπειρατεία]], [[αεροπιάνομαι]], <i>αεροπίεση</i>, <i>αεροπιεσοθεραπεία</i>, <i>αεροπιεστήριο</i>, [[αεροπιστολιά]], <i>αεροπλανής</i>, [[αεροπλάνητος]], [[αερόπλαστος]], <i>αεροπλευρία</i>, [[αεροπλέω]], [[αεροπληθής]], <i>αεροπληθυσμογράφος</i>, [[αεροπλοΐα]], [[αερόπλοιο]], [[αερόπνευστος]], <i>αεροποδήλατο</i>, <i>αεροποιώ</i>, [[αεροπόταμος]], [[αεροπότης]], [[αεροπροσγειούμαι]], <i>αερορεύματα</i>, [[αεροσεισμική]], [[αεροσέρνομαι]], [[αεροσίφωνας]], [[αερόσκαλα]], [[αεροσκάφος]], [[αεροσκόπιο]], [[αεροσκόπος]], [[αεροσκυρόδεμα]], [[αεροσούρι]], [[αεροσπορά]], [[αεροστάθμη]], [[αεροσταθμώ]], <i>αεροσταταετός</i>, [[αεροστατική]], [[αερόστατο]], [[αεροστεγής]], [[αεροστροβιλίζω]], <i>αεροστρόβιλος</i>, [[αερόστρωμα]], <i>αεροσυμπιεστής</i>, <i>αεροσυνακτήρας</i>, [[αερόσυρτος]], <i>αερόσφαιρα</i>, [[αερόταξη]], <i>αεροταχύμετρο</i>, <i>αεροτεχνία</i>, [[αερότηκτος]], [[αεροτινάζω]], [[αεροτομή]], [[αεροτόπι]], [[αεροτορπίλη]], [[αεροτρεφής]], <i>αεροτριπλευρισμός</i>, [[αεροτροπία]], [[αεροτροπισμός]], [[αερότροφος]], [[αεροτρύπανο]], <i>αερότσιχλα</i>, [[αεροϋδροθεραπεία]], <i>αεροϋδροσκάφος</i>, [[αεροΰφαντος]], [[αεροφαγία]], [[αεροφάγος]], [[αεροφέρνομαι]], [[αεροφίλημα]], [[αερόφιλος]], [[αεροφοβία]], [[αεροφόρος]], <i>αεροφράκτης</i>, [[αερόφρενο]], [[αεροφύσημα]], <i>αεροφυσική</i>, [[αερόφυτος]], <i>αερόφωνο</i>, <i>αεροφώς</i>, <i>αεροφωτοαναγνώριση</i>, [[αεροφωτογράφηση]], [[αεροφωτογραφία]], [[αεροφωτογραφικός]], <i>αεροφωτοεξοπλισμός</i>, <i>αεροφωτοεπικάλυψη</i>, <i>αεροφωτοερμήνευση</i>, <i>αεροφωτοθήκη</i>, <i>αεροφωτομηχανή</i> κ.ά.]. | ||
}} | }} |