Anonymous

αίμα: Difference between revisions

From LSJ
44 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α αἶμα) (Μ και γαῑμα ή αἶμας ή αἶμαν)<br /><b>1.</b> πολυσύστατο ζωτικό [[υγρό]], χρώματος ερυθρού, το οποίο μέσω της καρδιάς, τών αρτηριών και τών φλεβών κυκλοφορεί στους ιστούς και στα όργανα του σώματος και τά διατηρεί στη ζωή<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[αίμα]] [[κατά]] το [[χρώμα]] (για [[δήλωση]] του ζωηρού κόκκινου χρώματος)<br /><b>3.</b> [[γένος]], [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) ο εξ αίματος [[στενός]] [[συγγενής]], όμαιμος (στα νεοελλ. και [[τέκνο]], [[παιδί]] «[[είναι]] [[αίμα]] μου!»)<br /><b>5.</b> [[έμμηνα]], [[εμμηνόρροια]]<br /><b>(Εκκλ.)</b> ο [[οίνος]] της Θείας Μεταλήψεως ως [[σύμβολο]] του αίματος και της θυσίας του Χριστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ροή αίματος, [[αιμορραγία]]<br /><b>2.</b> [[δύναμη]], [[ικμάδα]] ή ό,τι πολυτιμότερο έχει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αίμα]] αδερφίτικο» ή «[[αίμα]] δράκου», εμπειρικό [[φάρμακο]] που χρησιμοποιείται ως τονωτικό του αίματος<br />«[[αίμα]] στο [[αίμα]]», [[φόνος]] [[αντί]] φόνου, [[εκδίκηση]]<br />«ανάβουν τα αίματα», παρατηρείται έντονη [[δραστηριότητα]], [[ζωηρότητα]] ή [[αναταραχή]]<br />«ανεβαίνει ή έρχεται το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]] μου», οργίζομαι υπερβολικά, θολώνει το [[μυαλό]] μου<br />«[[βάζω]] κάποιον στα αίματα», [[παροτρύνω]], [[εξωθώ]], [[παρακινώ]]<br />«βασιλικό ή γαλάζιο [[αίμα]]», αριστοκρατική, ευγενική [[καταγωγή]]<br />«βράζει το [[αίμα]] μου», [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], [[ζωντάνια]]<br />«δεν έχω [[αίμα]] [[μέσα]] μου», [[είμαι]] [[κάτωχρος]], [[ισχνός]], [[καχεκτικός]]<br />[[είμαι]] [[απαθής]], [[αδιάφορος]], [[αδρανώ]]<br />«[[δίνω]] το [[αίμα]] μου», [[δίνω]] ό,τι πολυτιμότερο έχω για [[κάτι]], θυσιάζομαι<br />«έχω [[γλυκό]] [[αίμα]]», [[είμαι]] [[συμπαθής]], μέ συμπαθούν «[[κόβω]] το [[αίμα]] κάποιου», [[κατατρομάζω]]<br />«κόβεται ή φεύγει το [[αίμα]] μου», [[τρομάζω]] υπερβολικά, [[νιώθω]] να μέ εγκαταλείπουν οι αισθήσεις μου<br />«[[κολυμπώ]], κυλιέμαι, πνίγομαι ή [[πλέω]] στο [[αίμα]]», για [[αιματοχυσία]] ή [[αιμορραγία]]<br />«με [[αίμα]]», με μόχθο, κοπιαστικά, με βάσανα και ταλαιπωρίες<br />«μέ [[πάει]] ή μού έρχεται [[αίμα]]», [[αιμορραγώ]]<br />«[[μπαίνω]] στα αίματα», παρακινούμαι, παρασύρομαι<br />«[[παίρνω]] το [[αίμα]] μου [[πίσω]]», εκδικούμαι, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br />«[[πίνω]] ή ρουφώ το [[αίμα]] κάποιου», [[απομυζώ]], [[στερώ]] κάποιον από [[κάτι]] πο λύτιμο<br />λέγεται [[επίσης]] για να δηλώσει [[απειλή]] στη φρ. «θα σού πιω ή θα σού ρουφήξω το [[αίμα]]»<br />«σκοτωμένο ή μαύρο [[αίμα]]», το [[αίμα]] εκχυμώσεως από μωλωπισμό<br />«[[στάζω]] [[αίμα]]», [[είμαι]] [[αιματώδης]], [[εύρωστος]], [[ζωηρός]], [[υγιής]]<br />στη φρ. «η [[πέννα]] μου στάζει [[αίμα]]», [[γράφω]] με [[δριμύτητα]] και επιθετικά για κάποιον «το [[αίμα]] της καρδιάς ή της ψυχής μου», πολύτιμο [[αγαθό]], [[θησαυρός]]<br />«το [[αίμα]] τραβά», η [[συγγένεια]] έλκει τους ανθρώπους [[μεταξύ]] τους<br />«το έχω ή [[είναι]] στο [[αίμα]] μου», έχω εκ φύσεως μια [[ιδιότητα]], [[ρέπω]] σε [[κάτι]]<br />«[[φτύνω]] [[αίμα]]», [[κάνω]] [[αιμόπτυση]]<br />«[[φτύνω]] [[αίμα]] για [[κάτι]]», [[εξασφαλίζω]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με μεγάλο μόχθο<br />«φωνάζει το [[αίμα]] του σκοτωμενου», ζητάει [[εκδίκηση]]<br />«[[χάνω]] [[αίμα]]», [[αιμορραγώ]]<br />«χύνεται [[αίμα]]», για δολοφονίες, συμπλοκές, μάχες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χυμός]], [[απόσταγμα]] σταφυλιού, [[κρασί]]<br /><b>2.</b> [[θάρρος]], [[κουράγιο]], [[γενναιότητα]]<br /><b>3.</b> [[αιματοχυσία]], [[δολοφονία]], [[φόνος]]<br /><b>4.</b> [[νεκρός]] ή [[μελλοθάνατος]]<br /><b>5.</b> νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]]<br /><b>6.</b> [[συγγένεια]] εξ αίματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ αἵματα</i> ποταμοί αίματος<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «<i>αἵματα σύγγονα</i>», πτώματα αδελφών «ἐφ’ αἴματι [[φεύγω]]», για [[εξορία]] [[προς]] [[αποφυγή]] δίκης για φόνο<br />«ὅμαιμον [[αἷμα]]», [[φόνος]] συγγενούς<br />«<i>ὁ πρὸς αἵματος</i>», [[συγγενής]] εξ αίματος ή [[ομόφυλος]]<br />«<i>οὐκ ἔχω [[αἷμα]]», [[είμαι]] [[ωχρός]] ή [[χωρίς]] [[ζωηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἷμα]] ανήκει στις ελληνικές λέξεις με τη μακρότερη ιστορική [[παρουσία]], [[αφού]] αναλλοίωτη μορφολογικά και σημασιολογικά χρησιμοποιείται αδιάλειπτα από τους χρόνους τών ομηρικών επών [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Η λ. [[αἷμα]] φαίνεται πως αντικατέστησε [[νωρίς]] την παλιότερη -και ευρύτερα γνωστή στις ΙΕ γλώσσες- λ. <i>ἐαρ</i> (κ. [[εἶαρ]] / <i>ἦρ</i>) από ΙΕ <i>eser</i> / <i>esen</i> «[[αίμα]]», που εξελίχθηκε [[βαθμηδόν]] σε περιορισμένης χρήσεως λ. της ποιητικής ή και της τελετουργικής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> την [[αντίθεση]] [[ὕδωρ]] - [[νερό]], [[ἄρτος]] - [[ψωμί]]). Το ίδιο [[άλλωστε]] συνέβη με ομόρριζες λέξεις άλλων ΙΕ γλωσσών, που αντικαταστάθηκαν [[βαθμηδόν]] από άλλες: <b>[[πρβλ]].</b> το λατ. <i>aser</i> «[[αίμα]]», που αντικαταστάθηκε από το <i>sanguis</i>, -<i>inis</i> «[[αίμα]]» (απ’ όπου τα σημερινά γαλλ. <i>sang</i>, ιταλ. <i>sangue</i>, ισπαν. <i>sangre</i> <b>κ.ά.</b>), το αρχ. ινδ. <i>asrk</i> «[[αίμα]]», που αντικαταστάθηκε [[επίσης]] από το <i>rudhira</i> «[[αίμα]]» (αρχ. σημ. «[[ερυθρός]], [[κόκκινος]]») κ.ά. Η [[ετυμολογία]] της λ. [[αἷμα]] [[είναι]] αβέβαιη. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το αρχ. γερμ. <i>seim</i> που δήλωνε το «καθαρό, στραγγισμένο [[μέλι]]», άλλοι με το αρχ. ινδ. <i>is</i>- που σήμαινε «χυμό, [[ποτό]]», ενώ σύμφωνα με μια νεώτερη [[ετυμολογία]] η λ. συνδέεται με το [[ἵημι]] «[[βάλλω]], [[ρίχνω]], [[χτυπώ]]» και σήμαινε αρχικά «[[πληγή]] από [[βέλος]]» και το [[αποτέλεσμα]] της πληγής («το [[αίμα]] που βγαίνει»). Η τελευταία [[ετυμολογία]] έχει το [[πλεονέκτημα]] ότι ερμηνεύει και το άγνωστης ή αβέβαιης σημασίας ομηρ. [[αἵμων]] («<i>Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης</i>», Ε 49), που [[έτσι]] θα σήμαινε «τον βάλλοντα<br />αυτόν που σκοπεύει, που χτυπάει με βέλη» (<span style="color: red;"><</span> [[ἵημι]]), [[καθώς]] και ανθρωπωνύμια ή τοπωνύμια του τύπου <i>Αἴμων</i>, <i>Ἱππαίμων</i>, <i>Ἀνδραίμων</i>. Η λ. [[αίμα]] χρησιμεύει ως α΄ και β΄ συνθετικό πλήθους λέξεων ολόκληρης της Ελληνικής (αρχαίας - βυζαντινής - νεώτερης), [[καθώς]] και πολλών επιστημονικών όρων ελληνικής ή ελληνογενούς (ξένης) προελεύσεως. Ως α΄ συνθετικό εμφανίζεται στην Αρχαία Ελληνική με τις μορφές <i>αἱμα</i>- / <i>αἱμο</i>- (από το [[θέμα]] της ονομ. εν. <i>αἷμ</i>-<i>α</i>) και <i>αἱματο</i>- (από το [[θέμα]] της γεν. εν. <i>αἵματ</i>-<i>ος</i>): <i>αἱμα</i>- <i>κουρίαι</i>, <i>αἱμά</i>-<i>λωψ</i> - <i>αἱμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>αἱμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>αἱμορ</i>-<i>ραγία</i>, <i>αἱμυρ</i>-<i>ροΐς</i> - <i>αἱματο</i>-<i>σταγής</i>, <i>αἱματό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>αἱματόρ</i>-<i>ρυτος</i> κ.λπ. Από τους τύπους αυτούς του α΄ συνθ., το μεν <i>αἱμα</i>-απαντά σπάνια, ενώ [[μεταξύ]] τών <i>αἱματο</i>- και <i>αἱμο</i>- που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα ο τ. <i>αἱμο</i> -, που δημιουργήθηκε για μετρικούς [[κυρίως]] λόγους ήδη στην ομηρική [[γλώσσα]], ήταν αυτός που έδωσε τα περισσότερα [[σύνθετα]] στην αρχαία ([[περίπου]] 40). Στη [[μετέπειτα]] Ελληνική επικράτησε ο τ. <i>αἱματο</i>-<br /><b>[[πρβλ]].</b> μσν. <i>αἱματό</i>-<i>βαπτος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>θρεπτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>χαρής</i>, <i>αἱματό</i>-<i>χυτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>δόχος</i> κ.ά.<br />νεοελλ. <i>αιματο</i>-[[βαμμένος]], <i>αιματο</i>-<i>βούτηχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[θυσία]], <i>αιματο</i>-[[ξερνώ]], <i>αιματό</i>-<i>πνιχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[ρουφήχτρα]], <i>αιματο</i>-<i>λουσία</i> κ.ά. Από σημασιολογικής πλευράς, τα [[σύνθετα]] αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε δύο [[κυρίως]] τομείς του λεξιλογίου: στη λογοτεχνική (ιδιαίτερα στην ποιητική) [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. [[αἱματολοιχός]], [[αἱματορρόφος]] και [[αἱματοσταγής]] στον Αισχύλο, [[αἱμοβαφής]] στον Σοφοκλή, [[αἱμοβόρος]] και [[αἱμοπώτης]] στον Αριστοφάνη, [[αἱμοσταγής]] και [[αἱμόρραντος]] στον Ευριπίδη κ. ο. κ.) καί στην επιστημονική, ιδιαίτερα στην ιατρική [[ορολογία]] ([[αιμορροώ]], [[αιμορραγώ]], [[αιμορραγία]], [[αιμορροΐς]] <b>κ.ά.</b>). Ως β΄ συνθετικό η λ. [[αἷμα]] εμφανίζεται στην αρχαία με τις μορφές -<i>αιμων</i> ([[ἀναίμων]], [[ὁμαίμων]], [[πολυαίμων]] <b>κ.ά.</b>), που [[είναι]] η αρχαιότερη κι η μόνη που μαρτυρείται σε [[σύνθετα]] της ομηρικής γλώσσας, και -<i>αιμος</i> που εμφανίζεται [[μετά]] τον Όμηρο και χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ιατρική [[ιδίως]] [[ορολογία]] ([[ἔναιμος]], [[ἔξαιμος]], [[λίφαιμος]], [[ὀλίγαιμος]] [[παχύαιμος]] κ.λπ. στον Ιπποκράτη, [[εὔαιμος]] στον Γαληνό <b>κ.λπ.</b>). Σπανιότερα χρησιμοποιείται ως β' συνθ. το -<i>αίματος</i> ([[ἀναίματος]], [[φιλαίματος]]). Η λ. [[αἷμα]] ως α΄ συνθετικό, τόσο με τον τ. <i>αιμο</i>- όσο και ως <i>αιματο</i>-, χρησιμοποιείται σε [[πλήθος]] όρων της ιατρικής [[ιδίως]] ορολογίας τών ξένων γλωσσών, που έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι στις ξένες γλώσσες (δάνεια της Ελληνικής) ή έχουν πλαστεί με [[βάση]] την ελληνική [[γλώσσα]]. Πρβλ. λ.χ. Αγγλική: <i>haemo</i>- / <i>hemo</i>- και <i>haemato</i>- / <i>hemato</i>-: <i>hemochrumogen</i>, <i>hemodynamic</i>, <i>hemopara</i>-<i>site</i>, <i>haematoxylon</i>, <i>hematoplast</i>, <i>hematoscope</i> κ.λπ. Γαλλική: <i>hemo</i>- και <i>hemato</i>-: <i>hemocele</i>, <i>hemolyse</i>, <i>hemophthalmie</i>, <i>hematologie</i>, <i>hematemese</i>, <i>hematurie</i> κ.λπ. Γερμανική: <i>hamo</i>- και <i>hamato</i>-: <i>Hamopathie</i>, <i>Hamospasie</i>, <i>Hamophilie</i>, <i>Hamotherapie</i>, <i>Hamatologie</i>, <i>Hamatospermie</i>, <i>Hamatokrit</i>, <i>Hamaturie</i> κ.λπ.].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[αίμα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιμάσσω]], [[αιματηρός]], [[αιματικός]], [[αιμάτινος]], [[αιματίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἱμαλέος]], [[αἱμάς]], [[αἱματίζω]], [[αἱματόεις]], <i>αἱματώ</i>, [[αἱματωπός]], [[αἱμηρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αἱματίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἱματιαῖος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιματάρης]], [[αιματάς]], [[αιματένιος]], [[αιματήσιος]], [[αιματιά]], [[αιματούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Α΄<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αιμ</i>-[[αγωγός]], <i>αίμ</i>-<i>αρθρο</i>, <i>αιματο</i>-<i>ειδής</i>, <i>αιματο</i>-<i>ποσία</i>, <i>αιματ</i>-<i>ώδης</i>, <i>αιμ</i>-[[αχάτης]], <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>αιμό</i>-<i>δωρο</i>, <i>αιμο</i>-[[πότης]], <i>αιμό</i>-<i>ρρυση</i>, <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>, <i>αιμό</i>-<i>σταση</i>, <i>αιμο</i>-[[στατικός]], <i>αιμό</i>-<i>φυρτος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἱμακο</i>-<i>ρίαι</i>, <i>αἱμά</i>-<i>λωψ</i>, <i>αἱματη</i>-[[φόρος]], <i>αἱματο</i>-<i>λοιχός</i>, <i>αἱματο</i>-<i>πώτης</i>, <i>αἱματό</i>-<i>ρροος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>ρρόφος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>σπόδητος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>σταγής</i>, <i>αἱματο</i>-<i>χάρ</i>-<i>μης</i>, <i>αἱμό</i>-<i>βοτος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>γενής</i>, <i>αἱμο</i>-<i>δαιτῶ</i>, <i>αἱμό</i>-<i>διψος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ειδής</i>, <i>αἱμό</i>-<i>κερχνον</i>, <i>αἱμο</i>-<i>λάπτις</i>, <i>αἱμο</i>-<i>πτυϊκός</i>, <i>αἱμό</i>-<i>πυον</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ρραγής</i>, <i>αἱμό</i>-<i>ρραντος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ρροώ</i>-<i>δης</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ρρυής</i>, <i>αἱμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αἱμό</i>-<i>στασις</i>, <i>αἱμο</i>-<i>φόρυκτος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>χροώδης</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>αἱματό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>αἱμό</i>-<i>ρρους</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>αἱματό</i>-<i>βαπτος</i>, <i>αἱματο</i>-[[δεκτικός]], <i>αἱμα</i>-<i>το</i>-[[ποιός]], <i>αἱματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>αἱματό</i>-<i>χαρτος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>χυτος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>φανής</i>, <i>αἱμο</i>-<i>χυσία</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>αἱματ</i>-<i>εκχυσία</i>, <i>αἱματο</i>-<i>δόχος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>θρεπτος</i>, <i>αἱματο</i>-[[πότης]], <i>αἱματο</i>-<i>στάλακτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>χυσία</i>, <i>αἱμο</i>-[[μίκτης]], <i>αἱμο</i>-<i>μιξία</i>, <i>αἱμ</i>-<i>όφθαλμος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>χαρής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιμαθ</i>-<i>ίδρωοη</i>, <i>αιματ</i>-<i>αδελφοί</i>, <i>αιματ</i>-[[άλευρο]], <i>αιματ</i>-[[άνθρακας]], <i>αι</i>-<i>ματ</i>-<i>εγχυσία</i>, <i>αιματ</i>-[[έμεση]], <i>αιματο</i>-[[αχάτης]], <i>αιματο</i>-[[βάφω]], <i>αιματο</i>-[[βλαστός]], <i>αιματο</i>-<i>βούτηχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[βρέχω]], <i>αιματο</i>-[[βυζαίνω]]<br /><i>αιματο</i>-<i>γενής</i>, <i>αιματο</i>-[[γόνος]], <i>αιματό</i>-<i>γραπτος</i>, <i>αιματο</i>-[[γραφία]], <i>αιματο</i>-[[διαγνωστική]], <i>αιματο</i>-[[δυναμόμετρο]], <i>αιματο</i>-<i>ειδί</i>-<i>νη</i>, <i>αιματο</i>-[[ελιά]], <i>αιματο</i>-[[ζωάριο]], <i>αιματο</i>-[[θυσία]]<br /><i>αιματο</i>-[[καλλιέργεια]], <i>αιματό</i>-<i>καρπος</i>, <i>αιματο</i>-[[κεφαλία]], <i>αιματο</i>-[[κήλη]], <i>αιματο</i>-[[κηλίδα]], <i>αιματο</i>-<i>κηλίδωτος</i>, <i>αιματο</i>-[[κόβω]], <i>αιματο</i>-[[κοιλία]], <i>αιματο</i>-[[κόκκινος]], <i>αιματο</i>-[[κοπώ]], <i>αιματο</i>-<i>κυλίζω</i>, <i>αιματο</i>-[[κύστη]], <i>αιματο</i>-<i>λάφτης</i>, <i>αιματο</i>-[[λευκωματίνη]], <i>αιματο</i>-<i>λιπής</i>, <i>αιματο</i>-[[λογία]], <i>αιματο</i>-[[λόγος]], <i>αιματο</i>-<i>λουσία</i>, <i>αιματό</i>-<i>λουτρο</i><br /><i>αιματο</i>-<i>μανής</i>, <i>αιματο</i>-<i>μετρία</i>, <i>αιματο</i>-[[μήτρα]], <i>αιματο</i>-<i>μυελία</i>, <i>αιματο</i>-[[μύλη]], <i>αιματ</i>-<i>όμφαλος</i>, <i>αιματο</i>-<i>νέραντζο</i>, <i>αιματό</i>-<i>νεφρος</i>, <i>αιματο</i>-[[ξερνώ]], <i>αιματό</i>-<i>ξυλο</i>, <i>αιματο</i>-<i>πάθεια</i>, <i>αιματό</i>-<i>πετρα</i>, <i>αιματο</i>-<i>πίνης</i>, <i>αιματο</i>-<i>πλημμυρα</i>, <i>αιματό</i>-<i>πνιχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[πορφυρίνη]], <i>αιματο</i>-[[ποτίζω]], <i>αιματό</i>-[[πους]], <i>αιματο</i>-[[πυόρροια]], <i>αιματο</i>-<i>ρούφης</i>, <i>αιματο</i>-[[ρουφήχτρα]], <i>αιματό</i>-<i>ρραχις</i>, <i>αιματο</i>-[[σάλπιγγα]], <i>αιματο</i>-<i>σκουριασμένος</i>, <i>αιματό</i>-<i>σπερμα</i>, <i>αιματό</i>-<i>στακτος</i>, <i>αιματο</i>-<i>σταξία</i>, <i>αιματο</i>-[[στάτης]], <i>αιματο</i>-[[συγγένεια]]<br /><i>αιματό</i>-<i>τυπος</i>, <i>αιματ</i>-[[ουρία]], <i>αιματ</i>-[[ουρώ]], <i>αιματο</i>-<i>φαγία</i>, <i>αιματο</i>-[[φάγος]], <i>αιματο</i>-<i>φασματοσκόπηση</i>, <i>αιματο</i>-[[φοβία]], <i>αιματό</i>-<i>χαρος</i>, <i>αιματό</i>-<i>χορτο</i>, <i>αιματό</i>-<i>χρωμος</i>, <i>αιματό</i>-<i>ψειρα</i>, <i>αιματο</i>-<i>ωοθηκία</i>, <i>αιμ</i>-<i>ερυθρίνες</i>.<br /><i>Αιμο</i>-[[αραίωση]], <i>αιμο</i>-<i>βαναδίνη</i>, <i>αιμό</i>-<i>βαπτος</i>, <i>αιμο</i>-[[βιολόγος]], <i>αιμο</i>-<i>βλάστωση</i>, <i>αιμό</i>-<i>βοο</i>, <i>αιμο</i>-<i>γένεια</i>, <i>αιμο</i>-<i>δηλητήρια</i>, <i>αιμο</i>-[[δηλητηρίαση]], <i>αιμο</i>-[[διαγνωστική]], <i>αιμο</i>-[[διάγραμμα]], <i>αιμο</i>-[[διαθλασίμετρο]], <i>αιμο</i>-[[διάλυση]], <i>αιμο</i>-<i>διψής</i>, <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>αιμο</i>-<i>δρομογραφία</i>, <i>αιμο</i>-[[δρομόμετρο]], <i>αιμο</i>-[[δυναμική]], <i>αιμο</i>-[[δυναμόμετρο]]<br /><i>αιμο</i>-[[ερυθρίνη]], <i>αιμο</i>-<i>ζωίνη</i>, <i>αιμο</i>-[[θεραπεία]], <i>αιμο</i>-[[θυλάκιο]], <i>αιμο</i>-[[θώρακας]], [[αιμοκαλλιέργεια]], <i>αιμο</i>-<i>κηκιδόλη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κλασία</i>, <i>αιμό</i>-<i>κοιλο</i>, <i>αιμο</i>-[[κοκκίδια]], <i>αιμο</i>-<i>κολλητίνες</i>, <i>αιμο</i>-<i>κόνια</i>, <i>αιμο</i>-<i>κουπρεΐνη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κρινία</i>, <i>αιμο</i>-<i>κρισία</i>, <i>αιμο</i>-[[κρυοσκοπία]], <i>αιμο</i>-<i>κυανίνη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κυτοβλάστη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κυτόζωο</i>, <i>αιμο</i>-<i>κυτόμετρο</i>, <i>αιμο</i>-[[λέμφος]], <i>αιμο</i>-<i>ληψία</i>, <i>αιμό</i>-<i>λιθος</i>, <i>αιμό</i>-<i>λυση</i>, <i>αιμο</i>-[[λυσίνη]]<br /><i>αιμο</i>-[[μετάγγιση]], <i>αιμό</i>-<i>μετρο</i>, <i>αιμο</i>-[[μιγής]], <i>αιμο</i>-<i>πά</i>-<i>θεια</i>, <i>αιμο</i>-[[παθολογία]], <i>αιμο</i>-[[περικάρδιο]], <i>αιμο</i>-[[περιτόναιο]], <i>αιμο</i>-[[πετάλιο]], <i>αιμο</i>-<i>πλασία</i>, <i>αιμο</i>-[[πνευμονοθώρακας]], <i>αιμο</i>-[[πνευμοπερικάρδιο]], <i>αιμο</i>-[[ποίηση]], <i>αιμο</i>-[[ποιώ]], <i>αιμο</i>-<i>προγνωστική</i>, <i>αιμό</i>-<i>πτυση</i>, <i>αιμο</i>-<i>πτυστώ</i>, <i>αιμο</i>-<i>πυρρόλη</i><br /><i>αιμο</i>-[[σιδηρίνη]], <i>αιμό</i>-<i>σιτα</i>, <i>αιμο</i>-<i>σκοπία</i>, <i>αιμο</i>-<i>σπασία</i>, <i>αιμο</i>-<i>σπερμία</i>, <i>αιμό</i>-<i>στικτος</i>, <i>αιμο</i>-[[συγκέντρωση]], <i>αιμο</i>-[[συγκόλληση]], <i>αιμο</i>-[[σφαίρια]], <i>αιμο</i>-<i>σφαιριομέτρηση</i>, <i>αιμο</i>-<i>σφαιριόμετρο</i>, <i>αιμο</i>-<i>σφράγιστος</i>, <i>αιμο</i>-[[ταχυγραφία]], <i>αιμο</i>-[[ταχύμετρο]], <i>αιμο</i>-[[τοξίκωση]], <i>αιμο</i>-[[τοξίνη]], <i>αιμο</i>-[[τύμπανο]], <i>αιμο</i>-<i>ΰδραθρο</i>, <i>αιμο</i>-[[φάγος]], <i>αιμο</i>-[[φασματοσκόπιο]], <i>αιμ</i>-[[οφθαλμία]], <i>αιμοφ</i>-<i>θόρος</i>, <i>αιμο</i>-[[φιλία]], <i>αιμό</i>-<i>φιλος</i>, <i>αιμό</i>-<i>φλυξ</i>, <i>αιμο</i>-[[φοβία]], <i>αιμο</i>-[[φόρος]], <i>αιμο</i>-[[φτύνω]], <i>αιμο</i>-[[χρωμάτωση]], <i>αιμο</i>-<i>χρωμογόνο</i>, <i>αιμο</i>-[[χρωστικός]].Β'<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> -<i>ΑΙΜΑΤΟΣ</i>: <i>αν</i>-<i>αίματος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>πολυ</i>-<i>αίματος</i>, <i>φιλ</i>-<i>αίματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γαλαζο</i>-<i>αίματος</i>, <i>γλυκο</i>-<i>αίματος</i>, <i>πικρο</i>-<i>αίματος</i>.-<i>ΑΙΜΙΑ</i>: <i>αν</i>-<i>αιμία</i>, <i>πολυ</i>-<i>αιμία</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>εὐ</i>-<i>αιμία</i>, <i>λιφ</i>-<i>αιμία</i>, <i>ὀλιγ</i>-<i>αιμία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αερ</i>-<i>αιμία</i>, <i>γλυκ</i>-<i>αιμία</i>, <i>θερμο</i>-<i>αιμία</i>, <i>ισχ</i>-<i>αιμία</i>, <i>κντταρ</i>-<i>αιμία</i>, <i>λευχ</i>-<i>αιμία</i>, <i>μελαν</i>-<i>αιμία</i>, <i>ουρ</i>-<i>αιμία</i>, <i>πυ</i>-<i>αιμία</i>, <i>σακχαρ</i>-<i>αιμία</i>, <i>σηψ</i>-<i>αιμία</i>, <i>τοξιν</i>-<i>αιμία</i>, <i>υπερ</i>-<i>αιμία</i>, <i>χολ</i>-<i>αιμία</i>, <i>ψυχρ</i>-<i>αιμία</i>. -<i>ΑΙΜΟΣ</i>: <i>άν</i>-<i>αιμος</i>, <i>έν</i>-<i>αιμος</i>, <i>όμ</i>-<i>αιμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>αιμος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἄφ</i>-<i>αιμος</i>, <i>αὔθ</i>-<i>αιμος</i>, <i>δί</i>-<i>αιμος</i>, <i>ἔξ</i>-<i>αιμος</i>, <i>εὔ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ἴσχ</i>-<i>αιμος</i>, <i>κάθ</i>-<i>αιμος</i>, <i>λίφ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ὀλίγ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ὀλιγό</i>-<i>αιμος</i>, <i>παχύ</i>-<i>αιμος</i>, <i>σύν</i>-<i>αιμος</i>, <i>ὕφ</i>-<i>αιμος</i>, <i>φίλ</i>-<i>αιμος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>θερμό</i>-<i>αιμος</i>, <i>καθαρό</i>-<i>αιμος</i>, <i>κυανό</i>-<i>αιμος</i>, <i>ταυτό</i>-<i>αιμος</i>, <i>ψύχρ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ψυχρό</i>-<i>αιμος</i>. -<i>ΑΙΜΩΝ</i>: <b>αρχ.</b> <i>ἀν</i>-[[αίμων]], <i>αὐθ</i>-[[αίμων]], <i>ἐν</i>-[[αίμων]], <i>ἐξ</i>-[[αίμων]], <i>ὁμ</i>-[[αίμων]], <i>συν</i>-[[αίμων]], <i>φιλ</i>-[[αίμων]].
|mltxt=το (Α αἶμα) (Μ και γαῑμα ή αἶμας ή αἶμαν)<br /><b>1.</b> πολυσύστατο ζωτικό [[υγρό]], χρώματος ερυθρού, το οποίο μέσω της καρδιάς, τών αρτηριών και τών φλεβών κυκλοφορεί στους ιστούς και στα όργανα του σώματος και τά διατηρεί στη ζωή<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[αίμα]] [[κατά]] το [[χρώμα]] (για [[δήλωση]] του ζωηρού κόκκινου χρώματος)<br /><b>3.</b> [[γένος]], [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) ο εξ αίματος [[στενός]] [[συγγενής]], όμαιμος (στα νεοελλ. και [[τέκνο]], [[παιδί]] «[[είναι]] [[αίμα]] μου!»)<br /><b>5.</b> [[έμμηνα]], [[εμμηνόρροια]]<br /><b>(Εκκλ.)</b> ο [[οίνος]] της Θείας Μεταλήψεως ως [[σύμβολο]] του αίματος και της θυσίας του Χριστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ροή αίματος, [[αιμορραγία]]<br /><b>2.</b> [[δύναμη]], [[ικμάδα]] ή ό,τι πολυτιμότερο έχει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αίμα]] αδερφίτικο» ή «[[αίμα]] δράκου», εμπειρικό [[φάρμακο]] που χρησιμοποιείται ως τονωτικό του αίματος<br />«[[αίμα]] στο [[αίμα]]», [[φόνος]] [[αντί]] φόνου, [[εκδίκηση]]<br />«ανάβουν τα αίματα», παρατηρείται έντονη [[δραστηριότητα]], [[ζωηρότητα]] ή [[αναταραχή]]<br />«ανεβαίνει ή έρχεται το [[αίμα]] στο [[κεφάλι]] μου», οργίζομαι υπερβολικά, θολώνει το [[μυαλό]] μου<br />«[[βάζω]] κάποιον στα αίματα», [[παροτρύνω]], [[εξωθώ]], [[παρακινώ]]<br />«βασιλικό ή γαλάζιο [[αίμα]]», αριστοκρατική, ευγενική [[καταγωγή]]<br />«βράζει το [[αίμα]] μου», [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], [[ζωντάνια]]<br />«δεν έχω [[αίμα]] [[μέσα]] μου», [[είμαι]] [[κάτωχρος]], [[ισχνός]], [[καχεκτικός]]<br />[[είμαι]] [[απαθής]], [[αδιάφορος]], [[αδρανώ]]<br />«[[δίνω]] το [[αίμα]] μου», [[δίνω]] ό,τι πολυτιμότερο έχω για [[κάτι]], θυσιάζομαι<br />«έχω [[γλυκό]] [[αίμα]]», [[είμαι]] [[συμπαθής]], μέ συμπαθούν «[[κόβω]] το [[αίμα]] κάποιου», [[κατατρομάζω]]<br />«κόβεται ή φεύγει το [[αίμα]] μου», [[τρομάζω]] υπερβολικά, [[νιώθω]] να μέ εγκαταλείπουν οι αισθήσεις μου<br />«[[κολυμπώ]], κυλιέμαι, πνίγομαι ή [[πλέω]] στο [[αίμα]]», για [[αιματοχυσία]] ή [[αιμορραγία]]<br />«με [[αίμα]]», με μόχθο, κοπιαστικά, με βάσανα και ταλαιπωρίες<br />«μέ [[πάει]] ή μού έρχεται [[αίμα]]», [[αιμορραγώ]]<br />«[[μπαίνω]] στα αίματα», παρακινούμαι, παρασύρομαι<br />«[[παίρνω]] το [[αίμα]] μου [[πίσω]]», εκδικούμαι, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br />«[[πίνω]] ή ρουφώ το [[αίμα]] κάποιου», [[απομυζώ]], [[στερώ]] κάποιον από [[κάτι]] πο λύτιμο<br />λέγεται [[επίσης]] για να δηλώσει [[απειλή]] στη φρ. «θα σού πιω ή θα σού ρουφήξω το [[αίμα]]»<br />«σκοτωμένο ή μαύρο [[αίμα]]», το [[αίμα]] εκχυμώσεως από μωλωπισμό<br />«[[στάζω]] [[αίμα]]», [[είμαι]] [[αιματώδης]], [[εύρωστος]], [[ζωηρός]], [[υγιής]]<br />στη φρ. «η [[πέννα]] μου στάζει [[αίμα]]», [[γράφω]] με [[δριμύτητα]] και επιθετικά για κάποιον «το [[αίμα]] της καρδιάς ή της ψυχής μου», πολύτιμο [[αγαθό]], [[θησαυρός]]<br />«το [[αίμα]] τραβά», η [[συγγένεια]] έλκει τους ανθρώπους [[μεταξύ]] τους<br />«το έχω ή [[είναι]] στο [[αίμα]] μου», έχω εκ φύσεως μια [[ιδιότητα]], [[ρέπω]] σε [[κάτι]]<br />«[[φτύνω]] [[αίμα]]», [[κάνω]] [[αιμόπτυση]]<br />«[[φτύνω]] [[αίμα]] για [[κάτι]]», [[εξασφαλίζω]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με μεγάλο μόχθο<br />«φωνάζει το [[αίμα]] του σκοτωμενου», ζητάει [[εκδίκηση]]<br />«[[χάνω]] [[αίμα]]», [[αιμορραγώ]]<br />«χύνεται [[αίμα]]», για δολοφονίες, συμπλοκές, μάχες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χυμός]], [[απόσταγμα]] σταφυλιού, [[κρασί]]<br /><b>2.</b> [[θάρρος]], [[κουράγιο]], [[γενναιότητα]]<br /><b>3.</b> [[αιματοχυσία]], [[δολοφονία]], [[φόνος]]<br /><b>4.</b> [[νεκρός]] ή [[μελλοθάνατος]]<br /><b>5.</b> νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]]<br /><b>6.</b> [[συγγένεια]] εξ αίματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ αἵματα</i> ποταμοί αίματος<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «<i>αἵματα σύγγονα</i>», πτώματα αδελφών «ἐφ’ αἴματι [[φεύγω]]», για [[εξορία]] [[προς]] [[αποφυγή]] δίκης για φόνο<br />«ὅμαιμον [[αἷμα]]», [[φόνος]] συγγενούς<br />«<i>ὁ πρὸς αἵματος</i>», [[συγγενής]] εξ αίματος ή [[ομόφυλος]]<br />«<i>οὐκ ἔχω [[αἷμα]]», [[είμαι]] [[ωχρός]] ή [[χωρίς]] [[ζωηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἷμα]] ανήκει στις ελληνικές λέξεις με τη μακρότερη ιστορική [[παρουσία]], [[αφού]] αναλλοίωτη μορφολογικά και σημασιολογικά χρησιμοποιείται αδιάλειπτα από τους χρόνους τών ομηρικών επών [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Η λ. [[αἷμα]] φαίνεται πως αντικατέστησε [[νωρίς]] την παλιότερη -και ευρύτερα γνωστή στις ΙΕ γλώσσες- λ. <i>ἐαρ</i> (κ. [[εἶαρ]] / <i>ἦρ</i>) από ΙΕ <i>eser</i> / <i>esen</i> «[[αίμα]]», που εξελίχθηκε [[βαθμηδόν]] σε περιορισμένης χρήσεως λ. της ποιητικής ή και της τελετουργικής γλώσσας (πρβλ. την [[αντίθεση]] [[ὕδωρ]] - [[νερό]], [[ἄρτος]] - [[ψωμί]]). Το ίδιο [[άλλωστε]] συνέβη με ομόρριζες λέξεις άλλων ΙΕ γλωσσών, που αντικαταστάθηκαν [[βαθμηδόν]] από άλλες: πρβλ. το λατ. <i>aser</i> «[[αίμα]]», που αντικαταστάθηκε από το <i>sanguis</i>, -<i>inis</i> «[[αίμα]]» (απ’ όπου τα σημερινά γαλλ. <i>sang</i>, ιταλ. <i>sangue</i>, ισπαν. <i>sangre</i> <b>κ.ά.</b>), το αρχ. ινδ. <i>asrk</i> «[[αίμα]]», που αντικαταστάθηκε [[επίσης]] από το <i>rudhira</i> «[[αίμα]]» (αρχ. σημ. «[[ερυθρός]], [[κόκκινος]]») κ.ά. Η [[ετυμολογία]] της λ. [[αἷμα]] [[είναι]] αβέβαιη. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το αρχ. γερμ. <i>seim</i> που δήλωνε το «καθαρό, στραγγισμένο [[μέλι]]», άλλοι με το αρχ. ινδ. <i>is</i>- που σήμαινε «χυμό, [[ποτό]]», ενώ σύμφωνα με μια νεώτερη [[ετυμολογία]] η λ. συνδέεται με το [[ἵημι]] «[[βάλλω]], [[ρίχνω]], [[χτυπώ]]» και σήμαινε αρχικά «[[πληγή]] από [[βέλος]]» και το [[αποτέλεσμα]] της πληγής («το [[αίμα]] που βγαίνει»). Η τελευταία [[ετυμολογία]] έχει το [[πλεονέκτημα]] ότι ερμηνεύει και το άγνωστης ή αβέβαιης σημασίας ομηρ. [[αἵμων]] («<i>Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης</i>», Ε 49), που [[έτσι]] θα σήμαινε «τον βάλλοντα<br />αυτόν που σκοπεύει, που χτυπάει με βέλη» (<span style="color: red;"><</span> [[ἵημι]]), [[καθώς]] και ανθρωπωνύμια ή τοπωνύμια του τύπου <i>Αἴμων</i>, <i>Ἱππαίμων</i>, <i>Ἀνδραίμων</i>. Η λ. [[αίμα]] χρησιμεύει ως α΄ και β΄ συνθετικό πλήθους λέξεων ολόκληρης της Ελληνικής (αρχαίας - βυζαντινής - νεώτερης), [[καθώς]] και πολλών επιστημονικών όρων ελληνικής ή ελληνογενούς (ξένης) προελεύσεως. Ως α΄ συνθετικό εμφανίζεται στην Αρχαία Ελληνική με τις μορφές <i>αἱμα</i>- / <i>αἱμο</i>- (από το [[θέμα]] της ονομ. εν. <i>αἷμ</i>-<i>α</i>) και <i>αἱματο</i>- (από το [[θέμα]] της γεν. εν. <i>αἵματ</i>-<i>ος</i>): <i>αἱμα</i>- <i>κουρίαι</i>, <i>αἱμά</i>-<i>λωψ</i> - <i>αἱμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>αἱμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>αἱμορ</i>-<i>ραγία</i>, <i>αἱμυρ</i>-<i>ροΐς</i> - <i>αἱματο</i>-<i>σταγής</i>, <i>αἱματό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>αἱματόρ</i>-<i>ρυτος</i> κ.λπ. Από τους τύπους αυτούς του α΄ συνθ., το μεν <i>αἱμα</i>-απαντά σπάνια, ενώ [[μεταξύ]] τών <i>αἱματο</i>- και <i>αἱμο</i>- που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα ο τ. <i>αἱμο</i> -, που δημιουργήθηκε για μετρικούς [[κυρίως]] λόγους ήδη στην ομηρική [[γλώσσα]], ήταν αυτός που έδωσε τα περισσότερα [[σύνθετα]] στην αρχαία ([[περίπου]] 40). Στη [[μετέπειτα]] Ελληνική επικράτησε ο τ. <i>αἱματο</i>-<br />πρβλ. μσν. <i>αἱματό</i>-<i>βαπτος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>θρεπτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>χαρής</i>, <i>αἱματό</i>-<i>χυτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>δόχος</i> κ.ά.<br />νεοελλ. <i>αιματο</i>-[[βαμμένος]], <i>αιματο</i>-<i>βούτηχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[θυσία]], <i>αιματο</i>-[[ξερνώ]], <i>αιματό</i>-<i>πνιχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[ρουφήχτρα]], <i>αιματο</i>-<i>λουσία</i> κ.ά. Από σημασιολογικής πλευράς, τα [[σύνθετα]] αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε δύο [[κυρίως]] τομείς του λεξιλογίου: στη λογοτεχνική (ιδιαίτερα στην ποιητική) [[γλώσσα]] (πρβλ. αρχ. [[αἱματολοιχός]], [[αἱματορρόφος]] και [[αἱματοσταγής]] στον Αισχύλο, [[αἱμοβαφής]] στον Σοφοκλή, [[αἱμοβόρος]] και [[αἱμοπώτης]] στον Αριστοφάνη, [[αἱμοσταγής]] και [[αἱμόρραντος]] στον Ευριπίδη κ. ο. κ.) καί στην επιστημονική, ιδιαίτερα στην ιατρική [[ορολογία]] ([[αιμορροώ]], [[αιμορραγώ]], [[αιμορραγία]], [[αιμορροΐς]] <b>κ.ά.</b>). Ως β΄ συνθετικό η λ. [[αἷμα]] εμφανίζεται στην αρχαία με τις μορφές -<i>αιμων</i> ([[ἀναίμων]], [[ὁμαίμων]], [[πολυαίμων]] <b>κ.ά.</b>), που [[είναι]] η αρχαιότερη κι η μόνη που μαρτυρείται σε [[σύνθετα]] της ομηρικής γλώσσας, και -<i>αιμος</i> που εμφανίζεται [[μετά]] τον Όμηρο και χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ιατρική [[ιδίως]] [[ορολογία]] ([[ἔναιμος]], [[ἔξαιμος]], [[λίφαιμος]], [[ὀλίγαιμος]] [[παχύαιμος]] κ.λπ. στον Ιπποκράτη, [[εὔαιμος]] στον Γαληνό <b>κ.λπ.</b>). Σπανιότερα χρησιμοποιείται ως β' συνθ. το -<i>αίματος</i> ([[ἀναίματος]], [[φιλαίματος]]). Η λ. [[αἷμα]] ως α΄ συνθετικό, τόσο με τον τ. <i>αιμο</i>- όσο και ως <i>αιματο</i>-, χρησιμοποιείται σε [[πλήθος]] όρων της ιατρικής [[ιδίως]] ορολογίας τών ξένων γλωσσών, που έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι στις ξένες γλώσσες (δάνεια της Ελληνικής) ή έχουν πλαστεί με [[βάση]] την ελληνική [[γλώσσα]]. Πρβλ. λ.χ. Αγγλική: <i>haemo</i>- / <i>hemo</i>- και <i>haemato</i>- / <i>hemato</i>-: <i>hemochrumogen</i>, <i>hemodynamic</i>, <i>hemopara</i>-<i>site</i>, <i>haematoxylon</i>, <i>hematoplast</i>, <i>hematoscope</i> κ.λπ. Γαλλική: <i>hemo</i>- και <i>hemato</i>-: <i>hemocele</i>, <i>hemolyse</i>, <i>hemophthalmie</i>, <i>hematologie</i>, <i>hematemese</i>, <i>hematurie</i> κ.λπ. Γερμανική: <i>hamo</i>- και <i>hamato</i>-: <i>Hamopathie</i>, <i>Hamospasie</i>, <i>Hamophilie</i>, <i>Hamotherapie</i>, <i>Hamatologie</i>, <i>Hamatospermie</i>, <i>Hamatokrit</i>, <i>Hamaturie</i> κ.λπ.].Παράγωγα και [[σύνθετα]] της λέξης [[αίμα]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιμάσσω]], [[αιματηρός]], [[αιματικός]], [[αιμάτινος]], [[αιματίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἱμαλέος]], [[αἱμάς]], [[αἱματίζω]], [[αἱματόεις]], <i>αἱματώ</i>, [[αἱματωπός]], [[αἱμηρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αἱματίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἱματιαῖος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιματάρης]], [[αιματάς]], [[αιματένιος]], [[αιματήσιος]], [[αιματιά]], [[αιματούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Α΄<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>αιμ</i>-[[αγωγός]], <i>αίμ</i>-<i>αρθρο</i>, <i>αιματο</i>-<i>ειδής</i>, <i>αιματο</i>-<i>ποσία</i>, <i>αιματ</i>-<i>ώδης</i>, <i>αιμ</i>-[[αχάτης]], <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>αιμό</i>-<i>δωρο</i>, <i>αιμο</i>-[[πότης]], <i>αιμό</i>-<i>ρρυση</i>, <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>, <i>αιμό</i>-<i>σταση</i>, <i>αιμο</i>-[[στατικός]], <i>αιμό</i>-<i>φυρτος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἱμακο</i>-<i>ρίαι</i>, <i>αἱμά</i>-<i>λωψ</i>, <i>αἱματη</i>-[[φόρος]], <i>αἱματο</i>-<i>λοιχός</i>, <i>αἱματο</i>-<i>πώτης</i>, <i>αἱματό</i>-<i>ρροος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>ρρόφος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>σπόδητος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>σταγής</i>, <i>αἱματο</i>-<i>χάρ</i>-<i>μης</i>, <i>αἱμό</i>-<i>βοτος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>γενής</i>, <i>αἱμο</i>-<i>δαιτῶ</i>, <i>αἱμό</i>-<i>διψος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ειδής</i>, <i>αἱμό</i>-<i>κερχνον</i>, <i>αἱμο</i>-<i>λάπτις</i>, <i>αἱμο</i>-<i>πτυϊκός</i>, <i>αἱμό</i>-<i>πυον</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ρραγής</i>, <i>αἱμό</i>-<i>ρραντος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ρροώ</i>-<i>δης</i>, <i>αἱμο</i>-<i>ρρυής</i>, <i>αἱμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αἱμό</i>-<i>στασις</i>, <i>αἱμο</i>-<i>φόρυκτος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>χροώδης</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>αἱματό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>αἱμό</i>-<i>ρρους</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>αἱματό</i>-<i>βαπτος</i>, <i>αἱματο</i>-[[δεκτικός]], <i>αἱμα</i>-<i>το</i>-[[ποιός]], <i>αἱματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>αἱματό</i>-<i>χαρτος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>χυτος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>φανής</i>, <i>αἱμο</i>-<i>χυσία</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>αἱματ</i>-<i>εκχυσία</i>, <i>αἱματο</i>-<i>δόχος</i>, <i>αἱματό</i>-<i>θρεπτος</i>, <i>αἱματο</i>-[[πότης]], <i>αἱματο</i>-<i>στάλακτος</i>, <i>αἱματο</i>-<i>χυσία</i>, <i>αἱμο</i>-[[μίκτης]], <i>αἱμο</i>-<i>μιξία</i>, <i>αἱμ</i>-<i>όφθαλμος</i>, <i>αἱμο</i>-<i>χαρής</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιμαθ</i>-<i>ίδρωοη</i>, <i>αιματ</i>-<i>αδελφοί</i>, <i>αιματ</i>-[[άλευρο]], <i>αιματ</i>-[[άνθρακας]], <i>αι</i>-<i>ματ</i>-<i>εγχυσία</i>, <i>αιματ</i>-[[έμεση]], <i>αιματο</i>-[[αχάτης]], <i>αιματο</i>-[[βάφω]], <i>αιματο</i>-[[βλαστός]], <i>αιματο</i>-<i>βούτηχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[βρέχω]], <i>αιματο</i>-[[βυζαίνω]]<br /><i>αιματο</i>-<i>γενής</i>, <i>αιματο</i>-[[γόνος]], <i>αιματό</i>-<i>γραπτος</i>, <i>αιματο</i>-[[γραφία]], <i>αιματο</i>-[[διαγνωστική]], <i>αιματο</i>-[[δυναμόμετρο]], <i>αιματο</i>-<i>ειδί</i>-<i>νη</i>, <i>αιματο</i>-[[ελιά]], <i>αιματο</i>-[[ζωάριο]], <i>αιματο</i>-[[θυσία]]<br /><i>αιματο</i>-[[καλλιέργεια]], <i>αιματό</i>-<i>καρπος</i>, <i>αιματο</i>-[[κεφαλία]], <i>αιματο</i>-[[κήλη]], <i>αιματο</i>-[[κηλίδα]], <i>αιματο</i>-<i>κηλίδωτος</i>, <i>αιματο</i>-[[κόβω]], <i>αιματο</i>-[[κοιλία]], <i>αιματο</i>-[[κόκκινος]], <i>αιματο</i>-[[κοπώ]], <i>αιματο</i>-<i>κυλίζω</i>, <i>αιματο</i>-[[κύστη]], <i>αιματο</i>-<i>λάφτης</i>, <i>αιματο</i>-[[λευκωματίνη]], <i>αιματο</i>-<i>λιπής</i>, <i>αιματο</i>-[[λογία]], <i>αιματο</i>-[[λόγος]], <i>αιματο</i>-<i>λουσία</i>, <i>αιματό</i>-<i>λουτρο</i><br /><i>αιματο</i>-<i>μανής</i>, <i>αιματο</i>-<i>μετρία</i>, <i>αιματο</i>-[[μήτρα]], <i>αιματο</i>-<i>μυελία</i>, <i>αιματο</i>-[[μύλη]], <i>αιματ</i>-<i>όμφαλος</i>, <i>αιματο</i>-<i>νέραντζο</i>, <i>αιματό</i>-<i>νεφρος</i>, <i>αιματο</i>-[[ξερνώ]], <i>αιματό</i>-<i>ξυλο</i>, <i>αιματο</i>-<i>πάθεια</i>, <i>αιματό</i>-<i>πετρα</i>, <i>αιματο</i>-<i>πίνης</i>, <i>αιματο</i>-<i>πλημμυρα</i>, <i>αιματό</i>-<i>πνιχτος</i>, <i>αιματο</i>-[[πορφυρίνη]], <i>αιματο</i>-[[ποτίζω]], <i>αιματό</i>-[[πους]], <i>αιματο</i>-[[πυόρροια]], <i>αιματο</i>-<i>ρούφης</i>, <i>αιματο</i>-[[ρουφήχτρα]], <i>αιματό</i>-<i>ρραχις</i>, <i>αιματο</i>-[[σάλπιγγα]], <i>αιματο</i>-<i>σκουριασμένος</i>, <i>αιματό</i>-<i>σπερμα</i>, <i>αιματό</i>-<i>στακτος</i>, <i>αιματο</i>-<i>σταξία</i>, <i>αιματο</i>-[[στάτης]], <i>αιματο</i>-[[συγγένεια]]<br /><i>αιματό</i>-<i>τυπος</i>, <i>αιματ</i>-[[ουρία]], <i>αιματ</i>-[[ουρώ]], <i>αιματο</i>-<i>φαγία</i>, <i>αιματο</i>-[[φάγος]], <i>αιματο</i>-<i>φασματοσκόπηση</i>, <i>αιματο</i>-[[φοβία]], <i>αιματό</i>-<i>χαρος</i>, <i>αιματό</i>-<i>χορτο</i>, <i>αιματό</i>-<i>χρωμος</i>, <i>αιματό</i>-<i>ψειρα</i>, <i>αιματο</i>-<i>ωοθηκία</i>, <i>αιμ</i>-<i>ερυθρίνες</i>.<br /><i>Αιμο</i>-[[αραίωση]], <i>αιμο</i>-<i>βαναδίνη</i>, <i>αιμό</i>-<i>βαπτος</i>, <i>αιμο</i>-[[βιολόγος]], <i>αιμο</i>-<i>βλάστωση</i>, <i>αιμό</i>-<i>βοο</i>, <i>αιμο</i>-<i>γένεια</i>, <i>αιμο</i>-<i>δηλητήρια</i>, <i>αιμο</i>-[[δηλητηρίαση]], <i>αιμο</i>-[[διαγνωστική]], <i>αιμο</i>-[[διάγραμμα]], <i>αιμο</i>-[[διαθλασίμετρο]], <i>αιμο</i>-[[διάλυση]], <i>αιμο</i>-<i>διψής</i>, <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>αιμο</i>-<i>δρομογραφία</i>, <i>αιμο</i>-[[δρομόμετρο]], <i>αιμο</i>-[[δυναμική]], <i>αιμο</i>-[[δυναμόμετρο]]<br /><i>αιμο</i>-[[ερυθρίνη]], <i>αιμο</i>-<i>ζωίνη</i>, <i>αιμο</i>-[[θεραπεία]], <i>αιμο</i>-[[θυλάκιο]], <i>αιμο</i>-[[θώρακας]], [[αιμοκαλλιέργεια]], <i>αιμο</i>-<i>κηκιδόλη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κλασία</i>, <i>αιμό</i>-<i>κοιλο</i>, <i>αιμο</i>-[[κοκκίδια]], <i>αιμο</i>-<i>κολλητίνες</i>, <i>αιμο</i>-<i>κόνια</i>, <i>αιμο</i>-<i>κουπρεΐνη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κρινία</i>, <i>αιμο</i>-<i>κρισία</i>, <i>αιμο</i>-[[κρυοσκοπία]], <i>αιμο</i>-<i>κυανίνη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κυτοβλάστη</i>, <i>αιμο</i>-<i>κυτόζωο</i>, <i>αιμο</i>-<i>κυτόμετρο</i>, <i>αιμο</i>-[[λέμφος]], <i>αιμο</i>-<i>ληψία</i>, <i>αιμό</i>-<i>λιθος</i>, <i>αιμό</i>-<i>λυση</i>, <i>αιμο</i>-[[λυσίνη]]<br /><i>αιμο</i>-[[μετάγγιση]], <i>αιμό</i>-<i>μετρο</i>, <i>αιμο</i>-[[μιγής]], <i>αιμο</i>-<i>πά</i>-<i>θεια</i>, <i>αιμο</i>-[[παθολογία]], <i>αιμο</i>-[[περικάρδιο]], <i>αιμο</i>-[[περιτόναιο]], <i>αιμο</i>-[[πετάλιο]], <i>αιμο</i>-<i>πλασία</i>, <i>αιμο</i>-[[πνευμονοθώρακας]], <i>αιμο</i>-[[πνευμοπερικάρδιο]], <i>αιμο</i>-[[ποίηση]], <i>αιμο</i>-[[ποιώ]], <i>αιμο</i>-<i>προγνωστική</i>, <i>αιμό</i>-<i>πτυση</i>, <i>αιμο</i>-<i>πτυστώ</i>, <i>αιμο</i>-<i>πυρρόλη</i><br /><i>αιμο</i>-[[σιδηρίνη]], <i>αιμό</i>-<i>σιτα</i>, <i>αιμο</i>-<i>σκοπία</i>, <i>αιμο</i>-<i>σπασία</i>, <i>αιμο</i>-<i>σπερμία</i>, <i>αιμό</i>-<i>στικτος</i>, <i>αιμο</i>-[[συγκέντρωση]], <i>αιμο</i>-[[συγκόλληση]], <i>αιμο</i>-[[σφαίρια]], <i>αιμο</i>-<i>σφαιριομέτρηση</i>, <i>αιμο</i>-<i>σφαιριόμετρο</i>, <i>αιμο</i>-<i>σφράγιστος</i>, <i>αιμο</i>-[[ταχυγραφία]], <i>αιμο</i>-[[ταχύμετρο]], <i>αιμο</i>-[[τοξίκωση]], <i>αιμο</i>-[[τοξίνη]], <i>αιμο</i>-[[τύμπανο]], <i>αιμο</i>-<i>ΰδραθρο</i>, <i>αιμο</i>-[[φάγος]], <i>αιμο</i>-[[φασματοσκόπιο]], <i>αιμ</i>-[[οφθαλμία]], <i>αιμοφ</i>-<i>θόρος</i>, <i>αιμο</i>-[[φιλία]], <i>αιμό</i>-<i>φιλος</i>, <i>αιμό</i>-<i>φλυξ</i>, <i>αιμο</i>-[[φοβία]], <i>αιμο</i>-[[φόρος]], <i>αιμο</i>-[[φτύνω]], <i>αιμο</i>-[[χρωμάτωση]], <i>αιμο</i>-<i>χρωμογόνο</i>, <i>αιμο</i>-[[χρωστικός]].Β'<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> -<i>ΑΙΜΑΤΟΣ</i>: <i>αν</i>-<i>αίματος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>πολυ</i>-<i>αίματος</i>, <i>φιλ</i>-<i>αίματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γαλαζο</i>-<i>αίματος</i>, <i>γλυκο</i>-<i>αίματος</i>, <i>πικρο</i>-<i>αίματος</i>.-<i>ΑΙΜΙΑ</i>: <i>αν</i>-<i>αιμία</i>, <i>πολυ</i>-<i>αιμία</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>εὐ</i>-<i>αιμία</i>, <i>λιφ</i>-<i>αιμία</i>, <i>ὀλιγ</i>-<i>αιμία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αερ</i>-<i>αιμία</i>, <i>γλυκ</i>-<i>αιμία</i>, <i>θερμο</i>-<i>αιμία</i>, <i>ισχ</i>-<i>αιμία</i>, <i>κντταρ</i>-<i>αιμία</i>, <i>λευχ</i>-<i>αιμία</i>, <i>μελαν</i>-<i>αιμία</i>, <i>ουρ</i>-<i>αιμία</i>, <i>πυ</i>-<i>αιμία</i>, <i>σακχαρ</i>-<i>αιμία</i>, <i>σηψ</i>-<i>αιμία</i>, <i>τοξιν</i>-<i>αιμία</i>, <i>υπερ</i>-<i>αιμία</i>, <i>χολ</i>-<i>αιμία</i>, <i>ψυχρ</i>-<i>αιμία</i>. -<i>ΑΙΜΟΣ</i>: <i>άν</i>-<i>αιμος</i>, <i>έν</i>-<i>αιμος</i>, <i>όμ</i>-<i>αιμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>αιμος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἄφ</i>-<i>αιμος</i>, <i>αὔθ</i>-<i>αιμος</i>, <i>δί</i>-<i>αιμος</i>, <i>ἔξ</i>-<i>αιμος</i>, <i>εὔ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ἴσχ</i>-<i>αιμος</i>, <i>κάθ</i>-<i>αιμος</i>, <i>λίφ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ὀλίγ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ὀλιγό</i>-<i>αιμος</i>, <i>παχύ</i>-<i>αιμος</i>, <i>σύν</i>-<i>αιμος</i>, <i>ὕφ</i>-<i>αιμος</i>, <i>φίλ</i>-<i>αιμος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>θερμό</i>-<i>αιμος</i>, <i>καθαρό</i>-<i>αιμος</i>, <i>κυανό</i>-<i>αιμος</i>, <i>ταυτό</i>-<i>αιμος</i>, <i>ψύχρ</i>-<i>αιμος</i>, <i>ψυχρό</i>-<i>αιμος</i>. -<i>ΑΙΜΩΝ</i>: <b>αρχ.</b> <i>ἀν</i>-[[αίμων]], <i>αὐθ</i>-[[αίμων]], <i>ἐν</i>-[[αίμων]], <i>ἐξ</i>-[[αίμων]], <i>ὁμ</i>-[[αίμων]], <i>συν</i>-[[αίμων]], <i>φιλ</i>-[[αίμων]].
}}
}}