Anonymous

αρραβώνας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀρραβών]], -ῶνος)<br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> χρηματική [[προκαταβολή]] που δίνεται από τον αγοραστή, το [[καπάρο]]<br /><b>2.</b> η [[πρόγευση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τελετή]] [[κατά]] την οποία επισημοποιείται η [[σχέση]] ενός ζεύγους με την [[ανταλλαγή]] δαχτυλιδιών, η [[μνήστευση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> η [[ανταλλαγή]] των δαχτυλιδιών στην πρώτη [[φάση]] του μυστηρίου του γάμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρόνος]] που το [[ζεύγος]] παραμένει αρραβωνιασμένο<br /><b>2.</b> το [[δαχτυλίδι]] που φέρουν οι μνηστευμένοι από την [[ημέρα]] του αρραβώνα, η [[βέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[εγγύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>ē</i><i>r</i><i>ā</i><i>b</i><i>ō</i><i>n</i> «[[ενέχυρο]]») [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο ότι [[είναι]] σημιτικής προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από την [[εγγύς]] Ανατολή (αιγυπτ. '<i>rb</i>). Εξάλλου η λ. ανήκει στο ειδικό [[λεξιλόγιο]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] τις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο έχει δεχθεί αρκετά σημιτικά δάνεια].
|mltxt=ο (AM [[ἀρραβών]], -ῶνος)<br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> χρηματική [[προκαταβολή]] που δίνεται από τον αγοραστή, το [[καπάρο]]<br /><b>2.</b> η [[πρόγευση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τελετή]] [[κατά]] την οποία επισημοποιείται η [[σχέση]] ενός ζεύγους με την [[ανταλλαγή]] δαχτυλιδιών, η [[μνήστευση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> η [[ανταλλαγή]] των δαχτυλιδιών στην πρώτη [[φάση]] του μυστηρίου του γάμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρόνος]] που το [[ζεύγος]] παραμένει αρραβωνιασμένο<br /><b>2.</b> το [[δαχτυλίδι]] που φέρουν οι μνηστευμένοι από την [[ημέρα]] του αρραβώνα, η [[βέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[εγγύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] (πρβλ. εβρ. <i>ē</i><i>r</i><i>ā</i><i>b</i><i>ō</i><i>n</i> «[[ενέχυρο]]») [[χωρίς]] να [[είναι]] βέβαιο ότι [[είναι]] σημιτικής προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από την [[εγγύς]] Ανατολή (αιγυπτ. '<i>rb</i>). Εξάλλου η λ. ανήκει στο ειδικό [[λεξιλόγιο]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] τις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο έχει δεχθεί αρκετά σημιτικά δάνεια].
}}
}}