3,277,226
edits
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτρύγετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άκαρπος]], [[άγονος]]<br /><b>2.</b> [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ήδη αρχαία, ο τ. [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i> <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρυγάω]], -<i>ώ</i> και σημαίνει «[[άκαρπος]], [[άγονος]]», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το [[τρύω]] και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ατρύετος</i> = [[άτρυτος]], ρηματικό επίθ. του [[τρύω]] ( | |mltxt=[[ἀτρύγετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άκαρπος]], [[άγονος]]<br /><b>2.</b> [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ήδη αρχαία, ο τ. [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i> <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρυγάω]], -<i>ώ</i> και σημαίνει «[[άκαρπος]], [[άγονος]]», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το [[τρύω]] και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: [[ατρύγετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ατρύετος</i> = [[άτρυτος]], ρηματικό επίθ. του [[τρύω]] (πρβλ. [[ατίετος]]-[[άτιτος]]), με [[ανάπτυξη]] ενός φθόγγου -<i>γ</i>-. Τέλος, η ετυμολ. του τ. από [[ρήμα]] που προήλθε από τη λ. [[τρυξ]] «[[κατακάθι]], θολό [[κρασί]]» οδηγεί σε [[σημασία]] «μη θολωμένος, [[καθαρός]]», η οποία, αν και δεν μαρτυρείται στην αρχαία [[παράδοση]], ταιριάζει για τη [[θάλασσα]] και τον αιθέρα, που [[συνήθως]] χαρακτηρίζει η λ. [[ατρύγετος]] στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο όρος [[είναι]] [[σπάνιος]] στους χορούς της τραγωδίας ή κωμωδίας, ενώ σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον θάνατο ([[ατρύγετος]] νυξ</i>). Για την κατάλ. της λ. [[ατρύγετος]] πρβλ. [[τηλύγετος]], <i>Ταΰγετος</i>]. | ||
}} | }} |