ατρύγετος
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
ἀτρύγετος, -ον (Α)
1. άκαρπος, άγονος
2. ακαταπόνητος
3. λαμπρός, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, -ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ' άλλους, συνδέεται με το τρύω και δηλώνει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο»: ατρύγετος < ατρύετος = άτρυτος, ρηματικό επίθ. του τρύω (πρβλ. ατίετος-άτιτος), με ανάπτυξη ενός φθόγγου -γ-. Τέλος, η ετυμολ. του τ. από ρήμα που προήλθε από τη λ. τρυξ «κατακάθι, θολό κρασί» οδηγεί σε σημασία «μη θολωμένος, καθαρός», η οποία, αν και δεν μαρτυρείται στην αρχαία παράδοση, ταιριάζει για τη θάλασσα και τον αιθέρα, που συνήθως χαρακτηρίζει η λ. ατρύγετος στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο όρος είναι σπάνιος στους χορούς της τραγωδίας ή κωμωδίας, ενώ σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον θάνατο (ατρύγετος νυξ). Για την κατάλ. της λ. ατρύγετος πρβλ. τηλύγετος, Ταΰγετος].