Anonymous

ἀλκή: Difference between revisions

From LSJ
1,330 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλκή:''' ἡ ([[ἄλαλκε]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ισχύς]] όπως φαίνεται στην [[πράξη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]], [[ἐπιειμένος]] ἀλκήν, ενδεδυμένος με [[ανδρεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δύεσθαι ἀλκήν</i>, στο ίδ.· στον πληθ., κατορθώματα ανδρείας, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ισχύς]] προς [[απόκρουση]] κινδύνου, [[άμυνα]], [[οχύρωση]], [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]], σε Όμηρ.· [[ἀλκή]] τινος, [[άμυνα]] ή [[βοήθεια]] σε [[κάτι]], σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.· <i>ἐς</i> ή <i>πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι</i>, στρέφομαι και [[ανθίσταμαι]], είμαι [[έτοιμος]] να προφυλαχθώ ή να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἀλκῆς μεμνῆσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀλκή:''' ἡ ([[ἄλαλκε]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ισχύς]] όπως φαίνεται στην [[πράξη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]], [[ἐπιειμένος]] ἀλκήν, ενδεδυμένος με [[ανδρεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δύεσθαι ἀλκήν</i>, στο ίδ.· στον πληθ., κατορθώματα ανδρείας, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ισχύς]] προς [[απόκρουση]] κινδύνου, [[άμυνα]], [[οχύρωση]], [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]], σε Όμηρ.· [[ἀλκή]] τινος, [[άμυνα]] ή [[βοήθεια]] σε [[κάτι]], σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.· <i>ἐς</i> ή <i>πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι</i>, στρέφομαι και [[ανθίσταμαι]], είμαι [[έτοιμος]] να προφυλαχθώ ή να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἀλκῆς μεμνῆσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλκή:''' дор. [[ἀλκά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> мужество, храбрость, отвага Her., Plat., Arst.: φρεσὶν [[εἱμένος]] ἀλκήν Hom. исполненный отваги;<br /><b class="num">2)</b> сила, могущество, мощь ([[μένος]] καὶ ἀ. Hom.; [[χερός]] Pind.; βελέων Soph.; τῶν ἔργων Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> защита, оплот, помощь, спасение (ἀλκήν τινα [[εὑρεῖν]] κακῶν Eur.): [[οὐδέ]] τις ἐστ᾽ ἀ. Hom. спасения здесь нет; ἀλκὴν τιθέναι или ποιεῖσθαί τινος Soph. оказать кому-л. помощь; [[ποῦ]] τίς ἀ.; Aesch. откуда (придет) помощь?;<br /><b class="num">4)</b> схватка, бой, битва: πρὸς и ἐς ἀλκὴν τρέπεσθαι Her., Thuc., Plut., Diod. браться за оружие, вступать в бой; ἐς ἀλκὴν ελθεῖν περί τινος Eur. вступить в борьбу за что-л.;<br /><b class="num">5)</b> вооруженные силы, войско (ἀ. μυρία Eur.): ἡ κατὰ θάλασσαν ἀ. Plut. военно-морские силы, флот.
}}
}}