3,277,206
edits
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκμων:''' -ονος, ὁ, αρχικά πιθ.<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], [[μετεωρίτης]], [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] [[κατιών]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμόνι]] σιδηρουργού, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγχης ἄκμονες</i>, ισχυρά αμόνια ικανά να αντέχουν στα χτυπήματα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἄκμων:''' -ονος, ὁ, αρχικά πιθ.<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], [[μετεωρίτης]], [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] [[κατιών]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμόνι]] σιδηρουργού, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγχης ἄκμονες</i>, ισχυρά αμόνια ικανά να αντέχουν στα χτυπήματα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκμων:''' ονος adj. неутомимый: λόγχης ἄκμονες Aesch. неутомимые в метании копий.<br />ονος ὁ наковальня Hom., Hes., Pind., Her., Plut. | |||
}} | }} |