Anonymous

ἄκμων: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκμων:''' -ονος, ὁ, αρχικά πιθ.<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], [[μετεωρίτης]], [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] [[κατιών]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμόνι]] σιδηρουργού, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγχης ἄκμονες</i>, ισχυρά αμόνια ικανά να αντέχουν στα χτυπήματα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄκμων:''' -ονος, ὁ, αρχικά πιθ.<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], [[μετεωρίτης]], [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] [[κατιών]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμόνι]] σιδηρουργού, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγχης ἄκμονες</i>, ισχυρά αμόνια ικανά να αντέχουν στα χτυπήματα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκμων:''' ονος adj. неутомимый: λόγχης ἄκμονες Aesch. неутомимые в метании копий.<br />ονος ὁ наковальня Hom., Hes., Pind., Her., Plut.
}}
}}