Anonymous

ἀλείπτης: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλείπτης]], ο (Α) (θηλ. [[ἀλείπτρια]])<br /><b>1.</b> αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]] τών αθλητών στα «γυμνάσια», [[γυμναστής]], [[εκπαιδευτής]]<br /><b>3.</b> αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε [[κάτι]], που διδάσκει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλειπτικός]].
|mltxt=[[ἀλείπτης]], ο (Α) (θηλ. [[ἀλείπτρια]])<br /><b>1.</b> αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]] τών αθλητών στα «γυμνάσια», [[γυμναστής]], [[εκπαιδευτής]]<br /><b>3.</b> αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε [[κάτι]], που διδάσκει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλειπτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλείπτης:''' -ου, ὁ ([[ἀλείφω]]), αυτός που επαλείφει, ο [[δάσκαλος]] στα γυμνάσια, σε Αριστ.· μεταφ., [[δάσκαλος]], σε Πλούτ.
}}
}}