Anonymous

ἀλείπτης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλείπτης:''' -ου, ὁ ([[ἀλείφω]]), αυτός που επαλείφει, ο [[δάσκαλος]] στα γυμνάσια, σε Αριστ.· μεταφ., [[δάσκαλος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀλείπτης:''' -ου, ὁ ([[ἀλείφω]]), αυτός που επαλείφει, ο [[δάσκαλος]] στα γυμνάσια, σε Αριστ.· μεταφ., [[δάσκαλος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλείπτης:''' ου (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> алипт, умащиватель, учитель гимнастики (натиравший тела своих учеников маслом) Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> перен. учитель, наставник (τῶν πολιτικῶν Plut.; τῆς κακίας Sext.).
}}
}}