Anonymous

ἀλεγίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεγίζω]] (Α) [[ἀλέγω]]<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[δίνω]] [[σημασία]], [[λογαριάζω]].
|mltxt=[[ἀλεγίζω]] (Α) [[ἀλέγω]]<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[δίνω]] [[σημασία]], [[λογαριάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεγίζω:''' Επικ. [[ρήμα]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., ([[ἀλέγω]]), [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] για, σε Όμηρ. πάντα με [[άρνηση]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε [[πατήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], στο ίδ.
}}
}}