Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλεγίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεγίζω:''' Επικ. [[ρήμα]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., ([[ἀλέγω]]), [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] για, σε Όμηρ. πάντα με [[άρνηση]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε [[πατήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἀλεγίζω:''' Επικ. [[ρήμα]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., ([[ἀλέγω]]), [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] για, σε Όμηρ. πάντα με [[άρνηση]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] μὲν ἄρ' οὐκ ἀλέγιζε [[πατήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεγίζω:''' (преимущ. с отриц.) заботиться, окружать заботами или вниманием (τι Arst.): οὐκ ἀ. τινός Hom., Anth. не обратить внимания на кого(что)-л., пренебречь кем(чем)-л.
}}
}}