Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναίτιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀναίτιος]], -ιον και -ιος, -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> ο μη [[αίτιος]], μη [[υπεύθυνος]], [[ανεύθυνος]], [[αθώος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναίτια (αρχ. -ως), [[χωρίς]] [[αιτία]], αδικαιολόγητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναίτιον</i> αυτό που δεν [[είναι]] ή δεν θεωρείται ως [[αιτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐκ ἀναίτιόν ἐστι», [[είναι]] αξιοκατάκριτο<br />«[[ἀναίτιος]] ἔσει», δεν θα κατηγορηθείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[αἰτία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναιτιάζω]], [[αναιτιότητα]], [[αναιτιώδης]]].
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀναίτιος]], -ιον και -ιος, -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> ο μη [[αίτιος]], μη [[υπεύθυνος]], [[ανεύθυνος]], [[αθώος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναίτια (αρχ. -ως), [[χωρίς]] [[αιτία]], αδικαιολόγητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναίτιον</i> αυτό που δεν [[είναι]] ή δεν θεωρείται ως [[αιτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐκ ἀναίτιόν ἐστι», [[είναι]] αξιοκατάκριτο<br />«[[ἀναίτιος]] ἔσει», δεν θα κατηγορηθείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[αἰτία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναιτιάζω]], [[αναιτιότητα]], [[αναιτιώδης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίτιος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την [[αιτία]] κάποιου πράγματος, [[αθώος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., μη [[ένοχος]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>οὐκ ἀναίτιόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.
}}
}}