Anonymous

ἀναίτιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίτιος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την [[αιτία]] κάποιου πράγματος, [[αθώος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., μη [[ένοχος]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>οὐκ ἀναίτιόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀναίτιος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την [[αιτία]] κάποιου πράγματος, [[αθώος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., μη [[ένοχος]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>οὐκ ἀναίτιόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίτιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> невиновный, неповинный (Hom., Plut.; τινος Aesch., Xen., Plat.): ἀ. τινι Hes., Xen. невиновный перед кем-л.; οὐχ, ὡς ἔοικε, ἀναίτιόν ἐστι Xen. это, кажется, несколько зазорно;<br /><b class="num">2)</b> не являющийся причиной Arst.
}}
}}