ἀναίτιος

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίτιος Medium diacritics: ἀναίτιος Low diacritics: αναίτιος Capitals: ΑΝΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: anaítios Transliteration B: anaitios Transliteration C: anaitios Beta Code: a)nai/tios

English (LSJ)

ἀναίτιον, also ἀναιτία, ἀναίτιον Hdt.9.110, A.Ch.873:—in the best authors, only of persons,
A not being the fault of or not being the cause of a thing, guiltless, ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775, cf. Od.20.135, etc.; αἰτία ἑλομένου, θεὸς ἀναίτιος Pl.R. 617e; ἀναίτιος ἀθανάτοις guiltless before the gods, Hes.Op.827, cf. E.Med.730; ἀναίτιος παρά τινι X.Cyr.1.6.10; ἀναίτιον αἷμα ἐκχέαι SIG1181.6.
2 c. gen. rei, guiltless of a thing, Hdt.1.129, 7.233, etc.; φόνου, κακῶν, A.Ag.1505, Ch.873; κακίας Pl.Ti.42d; ἀφροσύνης X.Cyr.1. 5.10: οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, c. inf., it is blamable to do, ib.5.5.22.
II not being the cause, τὸ ἀναίτιον τιθέναι ὡς αἴτιον Arist.APr.65b16, cf. Rh. 1401b30; having no cause, unjustifiable, κολάσεις Phld.Ir.p.52 W. Adv. ἀναιτίως = not in the form of a cause, ἀναιτίως τὴν αἰτίαν ἔχειν Plot.6.7.2; without assigning any reason, ὁλοσχερῶς καὶ ἀναιτίως λεκτέον Simp.in Cael.665.11.
III uncaused. Plot.3.1.1, Phlp. in Ph.277.1: Sup., Sch.E.Hipp.672. Adv. ἀναιτίως = without a cause, Gal. 10.36, S.E.P.3.67, Simp.in Ph.641.10; ἀναιτίως γίγνεσθαι Alex.Aphr.in Metaph.309.15.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [-α, -ον Hdt.9.110, A.Ch.873]
I 1de pers. no culpable, inocente ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775, cf. Od.20.135, ἀναίτιοι ἔργα τίνουσιν Sol.1.31, αἰτία ἑλομένου, θεὸς ἀναίτιος Pl.R.617e, cf. Lg.727b, ἁ δὲ πόλις ἀναίτιος καὶ ἀζάμιος ἔστω IG 12(2).1.17 (Mitilene IV a.C.), cf. Plb.5.11.5, PTeb.43.32 (II a.C.), Clem.Al.Strom.1.1.4, PLond.1677.54 (VI a.C.), τὸ ἀναίτιον αἷμα ID 2532.1A.6 (Renea II a.C.), καταδιδασκαλοῦντες τὰς ἀναιτίους ψυχάς 2Ep.Clem.10.5
c. dat. no culpable a los ojos de ἀναίτιος ἀθανάτοισι Hes.Op.827, ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω E.Med.730, καὶ ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς σαυτοῦ X.Cyr.1.6.10
c. gen. no culpable de Μήδους μὲν ἀναιτίους τούτου ἐόντας Hdt.1.129, cf. 7.233, ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ τοῦδε φόνου A.A.1505, ὅπως δοκῶμεν τῶνδ' ἀναίτιαι κακῶν εἶναι A.Ch.873, κακίας Pl.Ti.42d, ἀφροσύνης X.Cyr.1.5.10
como pred. neutr. οὐδ' ... παρὰ σοῦ δέχεσθαι ἀναίτιόν ἐστιν no es sin culpa aceptar algo que venga de ti X.Cyr.5.5.22.
2 de abstr. no causado εἰ ἀναίτιός τις εἰσάγοιτο κίνησις Chrysipp.Stoic.2.273, cf. Plot.3.1.1, στοιχεῖα Sch.E.Hipp.672, διότι τὰ κατὰ τύχην γινόμενα ἀναίτιά φαμεν εἶναι Phlp.in Ph.277.1
inmotivado, incausado κολάσεις Phld.Ir.52, οὔτε γὰρ ἀναίτιος νόσου σύστασίς ἐστιν Plu.2.731d
tb. de Dios: de la Trinidad ἀναίτιος γοῦν ὁ πατήρ καὶ ὁ υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα Epiph.Const.Haer.76.44 (p.398.31), de Dios Padre op. Cristo y al Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.751A.
3 que no es causa, no causal subst. τὸ ἀναίτιον ὡς αἴτιον τιθέναι Arist.APr.65b16, cf. 78b12, Rh.1401b30, Basil.M.29.113A.
II adv. ἀναιτίως
1 inocentemente φαγεῖν Hegemon.Arch.10 (p.17.2).
2 no como una causa ἀναιτίως τὴν αἰτίαν ἔχειν Plot.6.7.2.
3 sin dar una causa o razón ὁλοσχερῶς καὶ ἀναιτίως λεκτέον Simp.in Cael.665.11.
4 sin causa εἰ δ' ἀναιτίως φθείρεται Ph.2.503, τὸ μηδὲν ἀναιτίως γίγνεσθαι Gal.10.36, ὑφ' ἑτέρου κινεῖσθαι ἤτοι ἀναιτίως κινηθήσεται S.E.P.3.67, cf. Simp.in Ph.641.10, Alex.Aphr.in Metaph.309.15, Plu.2.1015b
de Dios Padre τὸ μὲν ἀναιτίως εἶναι Gr.Nyss.Tres dei 57.9, de Cristo ἐν ἀρχῇ ἀναιτίως Gr.Naz.M.36.100A.

German (Pape)

[Seite 190] (ἀναιτία fem. Aesch. Ch. 860 Her. 9, 110), unschuldig, nicht Schuld od. Ursache von etwas, ἀναίτιον αἰτιάασθαι, den Unschuldigen anklagen, Il. 18, 775 u. öfter; ἀθανάτοις, schuldlos vor den Göttern, Hes. O. 825; κακίας, κακῶν, am Unglück, Plat. Tim. 42 d Rep. II, 379 b; ἀφροσύνης, von Wahnsinn frei zu sprechen, Xen. Cyr. 1, 5, 10; ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς στρατιώταις, du wirst nicht von ihnen angeklagt werden, 1, 6, 10. – Adv., Sp. neben ἀγεννήτως, Plut. de an. procr. e Tim. b.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
non coupable, non responsable, innocent ; τινος de qch ; τινι, παρά τινι envers qqn ; οἱ ἀναίτιοι les innocents ; οὐκ ἀναίτιόν ἐστι avec l'inf. XÉN il est blâmable de.
Étymologie: , αἴτιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίτιος: и 3
1 невиновный, неповинный (Hom., Plut.; τινος Aesch., Xen., Plat.): ἀ. τινι Hes., Xen. невиновный перед кем-л.; οὐχ, ὡς ἔοικε, ἀναίτιόν ἐστι Xen. это, кажется, несколько зазорно;
2 не являющийся причиной Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίτιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἡρόδ. 9. 110, Αἰσχ. Χο. 873, πρβλ. μεταίτιος: ― παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ― ὁ μὴ αἴτιος, ἀθῷος, ἀναίτιον αἰτιάασθαι Ἰλ. Ν. 775, πρβλ. Ὀδ. Υ. 138, κτλ.· ἀναίτιος ἀθανάτοισιν, ἀθῷος ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 827, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 730· ἀν. παρά τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10. 2) μ. γεν. πράγμ., ἀθῷος ἀπό τινος πράγματος, Ἡρόδ. 1. 129., 7. 233, κτλ.· φόνου, κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1505, Χο. 873· κακίας Πλάτ. Τίμ. 42D· ἀφροσύνης Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10: ― οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, μ. ἀπαρ., εἶναι ἀξιόμεμπτον τὸ νὰ πράξῃ τις .., αὐτόθι 5. 5, 22. ΙΙ. τὸ μὴ ὂν αἴτιον, τὸ ἀν. τιθέναι ὡς αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 17, 3, πρβλ. Ρητ. 2. 4, 8: ― Ἐπίρρ. ἀναιτίως Σέξτ. Ἐμπ. 3. 67.

English (Autenrieth)

(αἰτίᾶ): guiltless, innocent.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and αἴτιος (in the sense of αἰτία); innocent: blameless, guiltless.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α ἀναίτιος, -ιον και -ιος, -ία, -ιον)
1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος
2. επίρρ. αναίτια (αρχ. -ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία
2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν ἐστι», είναι αξιοκατάκριτο
«ἀναίτιος ἔσει», δεν θα κατηγορηθείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰτία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναιτιάζω, αναιτιότητα, αναιτιώδης].

Greek Monotonic

ἀναίτιος: -ον και -α, -ον,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την αιτία κάποιου πράγματος, αθώος, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. με γεν. πράγμ., μη ένοχος για κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

1. of persons, not being the cause of a thing, guiltless, Hom., etc.
2. c. gen. rei, guiltless of a thing, Hdt., Aesch., etc.: —οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, c. inf. it is blamable to do, Xen.

Chinese

原文音譯:¢na⋯tioj 安-埃提哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-請求的 相當於: (נָקִי‎ / נָקִיא‎)
字義溯源:無罪的,無辜的,沒有罪;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(αἴτιος)=原因的)組成;而 (αἴτιος)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 無罪的(1) 太12:7;
2) 沒有罪(1) 太12:5

English (Woodhouse)

guiltless, sinless, guiltless of, innocent of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)