Anonymous

ἀναίσθητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναίσθητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει [[αίσθηση]] ή [[αισθητικότητα]]<br /><b>2.</b> [[αμβλύς]], [[νωθρός]] [[κατά]] τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[συναίσθηση]], [[απαθής]], [[αδιάφορος]], [[ασυγκίνητος]], [[ανάλγητος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, [[λιπόθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[νωθρός]] [[κατά]] την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[βλάκας]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον αισθάνεται [[κανείς]]<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀναίσθητον</i><br />η [[αναισθησία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀναισθήτως ἔχω», [[είμαι]] [[αναίσθητος]] ή [[αδιάφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[αἰσθητός]] <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναισθησία]], [[αναισθητώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναισθητήριος]], [[αναισθητίαση]], [[αναισθητίζω]], [[αναισθητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναισθητοποιώ]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναίσθητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει [[αίσθηση]] ή [[αισθητικότητα]]<br /><b>2.</b> [[αμβλύς]], [[νωθρός]] [[κατά]] τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] [[συναίσθηση]], [[απαθής]], [[αδιάφορος]], [[ασυγκίνητος]], [[ανάλγητος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, [[λιπόθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[νωθρός]] [[κατά]] την [[αντίληψη]], [[ανόητος]], [[βλάκας]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον αισθάνεται [[κανείς]]<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀναίσθητον</i><br />η [[αναισθησία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀναισθήτως ἔχω», [[είμαι]] [[αναίσθητος]] ή [[αδιάφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[αἰσθητός]] <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναισθησία]], [[αναισθητώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναισθητήριος]], [[αναισθητίαση]], [[αναισθητίζω]], [[αναισθητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναισθητοποιώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίσθητος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναίσθητος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀναισθήτως]] ἔχειν, είμαι [[αδιάφορος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανόητος]], [[ασυναίσθητος]], [[χωρίς]] [[λεπτότητα]], σε Θουκ., Δημ.· <i>τὸ ἀναίσθητον</i>, [[αναισθησία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μη [[αισθητός]], [[ανεπαίσθητος]], [[θάνατος]], στον ίδ.
}}
}}