Anonymous

δανειστής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ.
|lsmtext='''δᾰνειστής:''' -οῦ, ὁ ([[δανείζω]]), αυτός που δανείζει χρήματα (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[πιστωτής]], σε Πλούτ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰνειστής:''' οῦ ὁ заимодавец, тж. ростовщик Dem., Plut.
}}
}}