3,277,197
edits
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτέχνως:''' επίρρ. του [[ἄτεχνος]],<br /><b class="num">I.</b> [[χωρίς]] τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. <b>II.[[ἀτεχνῶς]]</b> (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του [[ἀτεχνής]], [[απλώς]] δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. [[plane]], [[omnino]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>καλὸνἀτέχνως</i>, [[απλώς]] όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, [[ἀτεχνῶς]] [[ὥσπερ]], ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με [[άρνηση]], ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· [[ἀτεχνῶς]] [[οὐδείς]], [[απλώς]] [[κανείς]], στον ίδ. | |||
}} | }} |