Anonymous

ἀτέχνως: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέχνως:''' επίρρ. του [[ἄτεχνος]],<br /><b class="num">I.</b> [[χωρίς]] τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. <b>II.[[ἀτεχνῶς]]</b> (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του [[ἀτεχνής]], [[απλώς]] δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. [[plane]], [[omnino]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>καλὸνἀτέχνως</i>, [[απλώς]] όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, [[ἀτεχνῶς]] [[ὥσπερ]], ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με [[άρνηση]], ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· [[ἀτεχνῶς]] [[οὐδείς]], [[απλώς]] [[κανείς]], στον ίδ.
}}
}}