Anonymous

ἀτέχνως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέχνως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἄνευ]] τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, ([[μετὰ]] τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ [[ἀτεχνής]], [[ἁπλῶς]], τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, [[ἁπλῶς]] ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· [[ῥύγχος]] ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, [[ἁπλῶς]] τὸ [[ῥύγχος]] χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον [[σκύτη]] βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου [[ἕνεκα]], Φιλόστρ. 260· - [[συχν]]. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]], ἀκριβῶς [[ὅπως]], Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς [[οἷον]] ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς [[οὐδείς]], [[ἁπλῶς]] [[οὐδείς]], ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ [[ἀτέχνως]] καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
|lstext='''ἀτέχνως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἄνευ]] τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, ([[μετὰ]] τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ [[ἀτεχνής]], [[ἁπλῶς]], τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, [[ἁπλῶς]] ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· [[ῥύγχος]] ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, [[ἁπλῶς]] τὸ [[ῥύγχος]] χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον [[σκύτη]] βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου [[ἕνεκα]], Φιλόστρ. 260· - [[συχν]]. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]], ἀκριβῶς [[ὅπως]], Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς [[οἷον]] ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς [[οὐδείς]], [[ἁπλῶς]] [[οὐδείς]], ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ [[ἀτέχνως]] καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
}}