3,277,190
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[κρύβω]] (AM [[ἀποκρύπτω]] κ. -[[κρύβω]])<br /><b>1.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[κρατώ]] κρυφό<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]] τη θέα κάποιου, [[κρύβω]] [[κάτι]] από τα μάτια κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποσιωπώ]] [[κάτι]], το [[κρατώ]] [[μυστικό]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επισκιάζω]] κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἀποκρύπτω]] γῆν» — [[χάνω]] από τα μάτια μου την [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> «ἀπέκρυψαν» — χάθηκαν, έγιναν άφαντοι<br /><b>3.</b> «ἀπεκρύψαμεν ἑαυτούς» — χαθήκαμε απ' τα μάτια τους. | |mltxt=κ. -[[κρύβω]] (AM [[ἀποκρύπτω]] κ. -[[κρύβω]])<br /><b>1.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[κρατώ]] κρυφό<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]] τη θέα κάποιου, [[κρύβω]] [[κάτι]] από τα μάτια κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποσιωπώ]] [[κάτι]], το [[κρατώ]] [[μυστικό]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επισκιάζω]] κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἀποκρύπτω]] γῆν» — [[χάνω]] από τα μάτια μου την [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> «ἀπέκρυψαν» — χάθηκαν, έγιναν άφαντοι<br /><b>3.</b> «ἀπεκρύψαμεν ἑαυτούς» — χαθήκαμε απ' τα μάτια τους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποκρύπτω:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>ἀποκρύπτασκε</i>· μέλ. <i>-ψω</i> — Παθ. αόρ. βʹ -εκρύβην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]] από, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό από κάποιον, με αιτ. και γεν., θανάτοιο [[ἀποκρύπτω]] τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ., όπως το Λατ. celare aliquem [[aliquid]], [[κρύβω]] από κάποιον [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαί τινά τι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από τη [[θέαση]], [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, [[συγκαλύπτω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι</i>, [[συγκαλύπτω]] τις πράξεις μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συσκοτίζω]], [[σκιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκρύπτω]] γῆν, χάνω από τα μάτια μου τη [[στεριά]], λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη [[θάλασσα]], όπως το Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ. | |||
}} | }} |