3,277,190
edits
(3) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκρύπτω:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>ἀποκρύπτασκε</i>· μέλ. <i>-ψω</i> — Παθ. αόρ. βʹ -εκρύβην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]] από, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό από κάποιον, με αιτ. και γεν., θανάτοιο [[ἀποκρύπτω]] τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ., όπως το Λατ. celare aliquem [[aliquid]], [[κρύβω]] από κάποιον [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαί τινά τι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από τη [[θέαση]], [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, [[συγκαλύπτω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι</i>, [[συγκαλύπτω]] τις πράξεις μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συσκοτίζω]], [[σκιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκρύπτω]] γῆν, χάνω από τα μάτια μου τη [[στεριά]], λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη [[θάλασσα]], όπως το Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ. | |lsmtext='''ἀποκρύπτω:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>ἀποκρύπτασκε</i>· μέλ. <i>-ψω</i> — Παθ. αόρ. βʹ -εκρύβην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]] από, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό από κάποιον, με αιτ. και γεν., θανάτοιο [[ἀποκρύπτω]] τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ., όπως το Λατ. celare aliquem [[aliquid]], [[κρύβω]] από κάποιον [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαί τινά τι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από τη [[θέαση]], [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, [[συγκαλύπτω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι</i>, [[συγκαλύπτω]] τις πράξεις μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συσκοτίζω]], [[σκιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκρύπτω]] γῆν, χάνω από τα μάτια μου τη [[στεριά]], λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη [[θάλασσα]], όπως το Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκρύπτω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. скрывать, прятать, утаивать (τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.): ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isocr. и τινα Xen. скрыться от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> закрывать, затмевать (τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ [[πεδίον]] Plut.); перен. заслонять, затемнять (τὴν σοφίαν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> терять из виду (γῆν Plat.; τινά Luc.);<br /><b class="num">4)</b> (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду (ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.). | |||
}} | }} |