Anonymous

ἄρχω: Difference between revisions

From LSJ
3,707 bytes added ,  30 December 2018
3
(6)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἄρχω]])<br /><b>1.</b> [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, [[είμαι]] [[υπήκοος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άρχεται η [[συνεδρίαση]]» — αρχίζει η [[συνεδρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ., -ομαι)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[αρχή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[αρχίζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τον τ. <i>όρχαμος</i> παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>mrgh</i><i>ō</i> «[[είμαι]] ο [[πρώτος]]». Επίσης, ο [[συσχετισμός]] του [[άρχω]] ως «[[κυβερνώ]], [[είμαι]] [[πρώτος]]», με λατ. <i>rige</i><i>ō</i>, <i>rigidus</i>, <i>rigor</i>, αρχ. σλαβ <i>rogŭ</i>, λιθ. <i>r</i><i>ā</i><i>gas</i>, λεττιτ. <i>rags</i>, αρχ. πρωσσ. <i>ragis</i>, μσν. άνω γερμ. <i>regen</i> «[[ανέρχομαι]], [[είμαι]] [[σταθερός]]» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Το ρ. [[άρχω]] απαντά ευρύτατα σε όλη τη [[διάρκεια]] της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και [[εξής]] με αρχική πιθ. [[σημασία]] «[[βαδίζω]] [[πρώτος]], [[κάνω]] τον πρώτο, [[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]] να..., [[αρχίζω]]», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «[[διοικώ]]» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «[[είμαι]] [[άρχοντας]]» (αττική [[διάλεκτος]]). Τέλος, από την [[έννοια]] «[[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]]» προέκυψε πιθ. αυτή του «[[είμαι]] [[αρχηγός]]», [[είτε]] από την [[άποψη]] ότι [[κάνω]] την πρώτη [[κίνηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> θρησκευτικές χρήσεις του ρ. [[καθώς]] και αυτές στη [[μουσική]] και στον χορό) [[είτε]] ότι [[βαδίζω]] [[πρώτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχή]], [[αρχός]], [[άρχων]] (-<i>οντας</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξάρχω]], [[συνάρχω]], [[υπάρχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απάρχω]], [[διάρχω]], [[ενάρχω]] [[κατάρχω]], [[προάρχω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάρχω]].
|mltxt=(AM [[ἄρχω]])<br /><b>1.</b> [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, [[είμαι]] [[υπήκοος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άρχεται η [[συνεδρίαση]]» — αρχίζει η [[συνεδρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ., -ομαι)<br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[αρχή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[αρχίζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τον τ. <i>όρχαμος</i> παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>mrgh</i><i>ō</i> «[[είμαι]] ο [[πρώτος]]». Επίσης, ο [[συσχετισμός]] του [[άρχω]] ως «[[κυβερνώ]], [[είμαι]] [[πρώτος]]», με λατ. <i>rige</i><i>ō</i>, <i>rigidus</i>, <i>rigor</i>, αρχ. σλαβ <i>rogŭ</i>, λιθ. <i>r</i><i>ā</i><i>gas</i>, λεττιτ. <i>rags</i>, αρχ. πρωσσ. <i>ragis</i>, μσν. άνω γερμ. <i>regen</i> «[[ανέρχομαι]], [[είμαι]] [[σταθερός]]» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Το ρ. [[άρχω]] απαντά ευρύτατα σε όλη τη [[διάρκεια]] της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και [[εξής]] με αρχική πιθ. [[σημασία]] «[[βαδίζω]] [[πρώτος]], [[κάνω]] τον πρώτο, [[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]] να..., [[αρχίζω]]», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «[[διοικώ]]» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «[[είμαι]] [[άρχοντας]]» (αττική [[διάλεκτος]]). Τέλος, από την [[έννοια]] «[[παίρνω]] την [[πρωτοβουλία]]» προέκυψε πιθ. αυτή του «[[είμαι]] [[αρχηγός]]», [[είτε]] από την [[άποψη]] ότι [[κάνω]] την πρώτη [[κίνηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> θρησκευτικές χρήσεις του ρ. [[καθώς]] και αυτές στη [[μουσική]] και στον χορό) [[είτε]] ότι [[βαδίζω]] [[πρώτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχή]], [[αρχός]], [[άρχων]] (-<i>οντας</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξάρχω]], [[συνάρχω]], [[υπάρχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απάρχω]], [[διάρχω]], [[ενάρχω]] [[κατάρχω]], [[προάρχω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επάρχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρχω:''' Επικ. απαρ. [[ἀρχέμεναι]]· παρατ. <i>ἦρχον</i>, Δωρ. <i>ἆρχον</i>· μέλ. <i>ἄρξω</i>, αόρ. αʹ [[ἦρξα]], παρακ. [[ἦρχα]] — Μέσ. μέλ. <i>ἄρξομαι</i>, Δωρ. [[ἀρξεῦμαι]] — Παθ. παρακ. [[ἦργμαι]] (μόνο σε Μέσ. [[σημασία]])· αόρ. αʹ [[ἤρχθην]], απαρ. <i>ἀρχθῆναι</i>, μέλ. <i>ἀρχθήσομαι</i>· επίσης, <i>ἄρξομαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· είμαι [[πρώτος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], κάνω [[αρχή]] σε, <i>πολέμοιο μάχης</i> κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., επίσης, με θρησκευτική [[σημασία]], όπως <i>ἀπάρχεσθαι</i>, <i>ἀρχόμενος μελέων</i>, άρχισε τη [[θυσία]] από τα [[άκρα]] του σώματος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄρχειν σπονδῶν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., επίσης, [[αρχίζω]] από ή μαζί, ἐν σοὶ μὲν λήξω [[σέο]] δ' ἄρξομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἄρχεσθαι ἐκ τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀρξάμενοι ἀπὸ παιδίων</i>, ήδη από την παιδική [[ηλικία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., [[ἄρχω]] θεοῖς [[δαιτός]], κάνω [[προετοιμασία]] για [[συμπόσιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῖσιδὲ μύθων ἦρχε</i>, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ., <i>ἄρχειν ὁδόν τινι</i>, όπως Λατ. praeire viam alicui, [[δείχνω]] σε κάποιον το δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., (ενν. <i>ὁδόν</i>), [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], γενικά, <i>ἄρχειν τι</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με απαρ., [[αρχίζω]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ. για εξακολουθητική [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]], <i>ἦρχον χαλεπαίνων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄρχω]] διδάσκων, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., <i>ἄρχε</i>, ξεκίνα!, άρχισε! σε Όμηρ.· ἄρχει ἡ [[ἐκεχειρία]], σε Θουκ.· [[ἅμα]] [[ἦρι]] ἀρχομένῳ, <i>θέρους ἀρχομένου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], μόνο σε Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με γεν., [[κυριεύω]], είμαι [[άρχοντας]] σε..., <i>τινός</i>, σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[ηγεμονεύω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[κυριαρχώ]], [[δεσπόζω]], στον ίδ.· [[ιδίως]], [[κατέχω]] υποδεέστερο [[αξίωμα]], οἰκεῖον εἴη ἄρχειν [[μετὰ]] τὸ βασιλεύειν, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα, είμαι [[άρχοντας]], σε Δημ.· πρβλ. [[ἄρχων]]·<br /><b class="num">4.</b> Παθ., διοικούμαι, εξουσιάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱ ἀρχόμενοι</i>, οι υπήκοοι, σε Ξεν.
}}
}}