3,273,153
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρχω:''' Επικ. απαρ. [[ἀρχέμεναι]]· παρατ. <i>ἦρχον</i>, Δωρ. <i>ἆρχον</i>· μέλ. <i>ἄρξω</i>, αόρ. αʹ [[ἦρξα]], παρακ. [[ἦρχα]] — Μέσ. μέλ. <i>ἄρξομαι</i>, Δωρ. [[ἀρξεῦμαι]] — Παθ. παρακ. [[ἦργμαι]] (μόνο σε Μέσ. [[σημασία]])· αόρ. αʹ [[ἤρχθην]], απαρ. <i>ἀρχθῆναι</i>, μέλ. <i>ἀρχθήσομαι</i>· επίσης, <i>ἄρξομαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· είμαι [[πρώτος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], κάνω [[αρχή]] σε, <i>πολέμοιο μάχης</i> κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., επίσης, με θρησκευτική [[σημασία]], όπως <i>ἀπάρχεσθαι</i>, <i>ἀρχόμενος μελέων</i>, άρχισε τη [[θυσία]] από τα [[άκρα]] του σώματος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄρχειν σπονδῶν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., επίσης, [[αρχίζω]] από ή μαζί, ἐν σοὶ μὲν λήξω [[σέο]] δ' ἄρξομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἄρχεσθαι ἐκ τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀρξάμενοι ἀπὸ παιδίων</i>, ήδη από την παιδική [[ηλικία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., [[ἄρχω]] θεοῖς [[δαιτός]], κάνω [[προετοιμασία]] για [[συμπόσιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῖσιδὲ μύθων ἦρχε</i>, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ., <i>ἄρχειν ὁδόν τινι</i>, όπως Λατ. praeire viam alicui, [[δείχνω]] σε κάποιον το δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., (ενν. <i>ὁδόν</i>), [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], γενικά, <i>ἄρχειν τι</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με απαρ., [[αρχίζω]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ. για εξακολουθητική [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]], <i>ἦρχον χαλεπαίνων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄρχω]] διδάσκων, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., <i>ἄρχε</i>, ξεκίνα!, άρχισε! σε Όμηρ.· ἄρχει ἡ [[ἐκεχειρία]], σε Θουκ.· [[ἅμα]] [[ἦρι]] ἀρχομένῳ, <i>θέρους ἀρχομένου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], μόνο σε Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με γεν., [[κυριεύω]], είμαι [[άρχοντας]] σε..., <i>τινός</i>, σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[ηγεμονεύω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[κυριαρχώ]], [[δεσπόζω]], στον ίδ.· [[ιδίως]], [[κατέχω]] υποδεέστερο [[αξίωμα]], οἰκεῖον εἴη ἄρχειν [[μετὰ]] τὸ βασιλεύειν, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα, είμαι [[άρχοντας]], σε Δημ.· πρβλ. [[ἄρχων]]·<br /><b class="num">4.</b> Παθ., διοικούμαι, εξουσιάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱ ἀρχόμενοι</i>, οι υπήκοοι, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἄρχω:''' Επικ. απαρ. [[ἀρχέμεναι]]· παρατ. <i>ἦρχον</i>, Δωρ. <i>ἆρχον</i>· μέλ. <i>ἄρξω</i>, αόρ. αʹ [[ἦρξα]], παρακ. [[ἦρχα]] — Μέσ. μέλ. <i>ἄρξομαι</i>, Δωρ. [[ἀρξεῦμαι]] — Παθ. παρακ. [[ἦργμαι]] (μόνο σε Μέσ. [[σημασία]])· αόρ. αʹ [[ἤρχθην]], απαρ. <i>ἀρχθῆναι</i>, μέλ. <i>ἀρχθήσομαι</i>· επίσης, <i>ἄρξομαι</i> με Παθ. [[σημασία]]· είμαι [[πρώτος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], κάνω [[αρχή]] σε, <i>πολέμοιο μάχης</i> κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως, σε Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., επίσης, με θρησκευτική [[σημασία]], όπως <i>ἀπάρχεσθαι</i>, <i>ἀρχόμενος μελέων</i>, άρχισε τη [[θυσία]] από τα [[άκρα]] του σώματος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄρχειν σπονδῶν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., επίσης, [[αρχίζω]] από ή μαζί, ἐν σοὶ μὲν λήξω [[σέο]] δ' ἄρξομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἄρχεσθαι ἐκ τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀρξάμενοι ἀπὸ παιδίων</i>, ήδη από την παιδική [[ηλικία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., [[ἄρχω]] θεοῖς [[δαιτός]], κάνω [[προετοιμασία]] για [[συμπόσιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τοῖσιδὲ μύθων ἦρχε</i>, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ., <i>ἄρχειν ὁδόν τινι</i>, όπως Λατ. praeire viam alicui, [[δείχνω]] σε κάποιον το δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., (ενν. <i>ὁδόν</i>), [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], γενικά, <i>ἄρχειν τι</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με απαρ., [[αρχίζω]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ. για εξακολουθητική [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]], <i>ἦρχον χαλεπαίνων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄρχω]] διδάσκων, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., <i>ἄρχε</i>, ξεκίνα!, άρχισε! σε Όμηρ.· ἄρχει ἡ [[ἐκεχειρία]], σε Θουκ.· [[ἅμα]] [[ἦρι]] ἀρχομένῳ, <i>θέρους ἀρχομένου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[εξουσία]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], μόνο σε Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με γεν., [[κυριεύω]], είμαι [[άρχοντας]] σε..., <i>τινός</i>, σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[ηγεμονεύω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[κυριαρχώ]], [[δεσπόζω]], στον ίδ.· [[ιδίως]], [[κατέχω]] υποδεέστερο [[αξίωμα]], οἰκεῖον εἴη ἄρχειν [[μετὰ]] τὸ βασιλεύειν, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα, είμαι [[άρχοντας]], σε Δημ.· πρβλ. [[ἄρχων]]·<br /><b class="num">4.</b> Παθ., διοικούμαι, εξουσιάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱ ἀρχόμενοι</i>, οι υπήκοοι, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρχω:''' (aor. [[ἦρξα]], pf. [[ἦρχα]]; pass.: fut. ἀρχθήσομαι, pf. [[ἦργμαι]])<br /><b class="num">1)</b> тж. med. начинать, приступать (τινος и ποιεῖν τι, реже τι, крайне редко - Pind. τινι): μύθων [[ἄρξαι]] τινί Hom. начать беседу с кем-л.; ἡ [[νόσος]] ἤρξατο [[γενέσθαι]] Thuc. появились первые признаки эпидемии; νομίζοντες τῇ Ἑλλάδι ἄ. τῆς ἐλευθερίας Xen. полагая, что для Эллады начинается эпоха свободы; ἀρξάμενος [[ἀπό]] и ἔκ τινος Her., Xen., Plat. начиная с чего-л.; ἀρξάμενος ἐξ ἕω Plat. (начиная) с рассвета; [[ὅπερ]] ἀρχόμενος ἔλεγον Plat. как я сказал вначале; [[ἅμα]] [[ἦρι]] ἀρχομένῳ Thuc. с наступлением весны; ἀρχὴν ἄρξασθαί τινος Plat. положить начало чему-л.; [[πάντοθεν]] ἄρχεσθαι μελέων Hom. срезывать со всех членов (жертвенного животного) лучшие части для божества;<br /><b class="num">2)</b> идти впереди, вести Hom.: ἄ. ὁδόν, ὁδοῖο и κατὰ κέλευθά τινι Hom. показывать дорогу кому-л., вести кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> служить началом, быть причиной (κακῶν Soph.); [[ἄρξαι]] τῇ πόλει ἀνομίας Thuc. вызвать беспорядки в городе;<br /><b class="num">4)</b> править, управлять, властвовать, предводительствовать, начальствовать, командовать (τινός Hom., Her., Xen., Plut., редко τινί Hom., Aesch. и ἔν τισι Hom., Plat.): ἄρχεσθαι [[ὑπό]] τινος или [[ὑπό]] τινι Her. и ἔκ τινος Soph. быть подвластным кому-л.; οἱ ἀρχόμενοι Xen. подданные; ἀρχὴν ἄ. Plat. занимать государственную должность (ср. 1);<br /><b class="num">5)</b> быть архонтом: ὁ ἄρξας Dem. бывший архонт. | |||
}} | }} |