Anonymous

ἀπεχθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπεχθάνομαι]], Α κ. [[ἀπέχθομαι]]) [[έχθος]]<br />αποστρέφομαι, [[αντιπαθώ]], [[μισώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[μισητός]] σε κάποιον, [[προκαλώ]] το [[μίσος]] του, μισούμαι<br /><b>2.</b> εξοργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] το [[μίσος]] ή την [[οργή]].
|mltxt=(AM [[ἀπεχθάνομαι]], Α κ. [[ἀπέχθομαι]]) [[έχθος]]<br />αποστρέφομαι, [[αντιπαθώ]], [[μισώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[μισητός]] σε κάποιον, [[προκαλώ]] το [[μίσος]] του, μισούμαι<br /><b>2.</b> εξοργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] το [[μίσος]] ή την [[οργή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεχθάνομαι:''' παρατ. <i>ἀπηχθανόμην</i>, μέλ. <i>ἀπεχθήσομαι</i>, παρακ. [[ἀπήχθημαι]], αόρ. βʹ [[ἀπηχθόμην]], [[ἀπήχθετο]], υποτ. <i>ἀπέχθωμαι</i>, απαρ., <i>ἀπεχθέσθαι</i>· Παθ.·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μισητός]], [[προκαλώ]], [[επισύρω]] το [[μίσος]], σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[μισητός]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ἀπεχθάνομαι]] [[πρός]] τινα, είμαι [[μισητός]] στα μάτια του, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., είμαι [[μισητός]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Αποθ., με μτβ. [[σημασία]], <i>λόγοι ἀπεχθανόμενοι</i>, [[λόγια]] που προκαλούν [[μίσος]], σε Ξεν.
}}
}}