Anonymous

ἀπεχθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεχθάνομαι:''' παρατ. <i>ἀπηχθανόμην</i>, μέλ. <i>ἀπεχθήσομαι</i>, παρακ. [[ἀπήχθημαι]], αόρ. βʹ [[ἀπηχθόμην]], [[ἀπήχθετο]], υποτ. <i>ἀπέχθωμαι</i>, απαρ., <i>ἀπεχθέσθαι</i>· Παθ.·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μισητός]], [[προκαλώ]], [[επισύρω]] το [[μίσος]], σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[μισητός]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ἀπεχθάνομαι]] [[πρός]] τινα, είμαι [[μισητός]] στα μάτια του, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., είμαι [[μισητός]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Αποθ., με μτβ. [[σημασία]], <i>λόγοι ἀπεχθανόμενοι</i>, [[λόγια]] που προκαλούν [[μίσος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπεχθάνομαι:''' παρατ. <i>ἀπηχθανόμην</i>, μέλ. <i>ἀπεχθήσομαι</i>, παρακ. [[ἀπήχθημαι]], αόρ. βʹ [[ἀπηχθόμην]], [[ἀπήχθετο]], υποτ. <i>ἀπέχθωμαι</i>, απαρ., <i>ἀπεχθέσθαι</i>· Παθ.·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μισητός]], [[προκαλώ]], [[επισύρω]] το [[μίσος]], σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[μισητός]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ἀπεχθάνομαι]] [[πρός]] τινα, είμαι [[μισητός]] στα μάτια του, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., είμαι [[μισητός]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Αποθ., με μτβ. [[σημασία]], <i>λόγοι ἀπεχθανόμενοι</i>, [[λόγια]] που προκαλούν [[μίσος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεχθάνομαι:''' <b class="num">1)</b> med. проникаться враждой, страстно ненавидеть ([[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. возбуждать ненависть (λόγοι ἀπεχθανόμενοι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> pass. становиться или быть ненавистным (τινι Hom., Her., Thuc., Xen., Arst. и πρός τινα Eur.): ἀ. τινι Plat. навлекать на себя ненависть чем-л.
}}
}}