Anonymous

ἁπλόος: Difference between revisions

From LSJ
1,130 bytes added ,  30 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπλοος]], -ον κ. [[ἄπλους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτός που [[είναι]] [[ακατάλληλος]] για πλουν<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]].
|mltxt=[[ἄπλοος]], -ον κ. [[ἄπλους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτός που [[είναι]] [[ακατάλληλος]] για πλουν<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. [[ἁπλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i> (από [[ἅμα]], όπως το Λατ. [[simplex]] από [[simul]], αντίθ. προς το [[διπλόος]], Λατ. [[duplex]], ο [[διπλός]]).<br /><b class="num">I.</b> [[μονός]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλός]], [[φυσικός]], [[άδολος]], [[εύληπτος]], [[ειλικρινής]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με αρνητική [[σημασία]], [[απλοϊκός]], [[ευήθης]], [[ανόητος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[απλός]], αντίθ. προς το [[μεικτός]], σε Πλάτ.· [[ἁπλῆ]] [[δημοκρατία]], [[αμιγής]], άκρατη [[δημοκρατία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]], απολύτως [[αληθής]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ., [[ἁπλῶς]], βλ. αυτ. <b>V</b>. Συγκρ. και υπερθ. [[ἁπλούστερος]], [[ἁπλούστατος]], στον ίδ.
}}
}}