Anonymous

ἁπλόος: Difference between revisions

From LSJ
1,887 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. [[ἁπλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i> (από [[ἅμα]], όπως το Λατ. [[simplex]] από [[simul]], αντίθ. προς το [[διπλόος]], Λατ. [[duplex]], ο [[διπλός]]).<br /><b class="num">I.</b> [[μονός]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλός]], [[φυσικός]], [[άδολος]], [[εύληπτος]], [[ειλικρινής]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με αρνητική [[σημασία]], [[απλοϊκός]], [[ευήθης]], [[ανόητος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[απλός]], αντίθ. προς το [[μεικτός]], σε Πλάτ.· [[ἁπλῆ]] [[δημοκρατία]], [[αμιγής]], άκρατη [[δημοκρατία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]], απολύτως [[αληθής]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ., [[ἁπλῶς]], βλ. αυτ. <b>V</b>. Συγκρ. και υπερθ. [[ἁπλούστερος]], [[ἁπλούστατος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἁπλόος:''' -η, -ον, συνηρ. [[ἁπλοῦς]], <i>-ῆ</i>, <i>-οῦν</i> (από [[ἅμα]], όπως το Λατ. [[simplex]] από [[simul]], αντίθ. προς το [[διπλόος]], Λατ. [[duplex]], ο [[διπλός]]).<br /><b class="num">I.</b> [[μονός]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλός]], [[φυσικός]], [[άδολος]], [[εύληπτος]], [[ειλικρινής]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με αρνητική [[σημασία]], [[απλοϊκός]], [[ευήθης]], [[ανόητος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[απλός]], αντίθ. προς το [[μεικτός]], σε Πλάτ.· [[ἁπλῆ]] [[δημοκρατία]], [[αμιγής]], άκρατη [[δημοκρατία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]], απολύτως [[αληθής]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ., [[ἁπλῶς]], βλ. αυτ. <b>V</b>. Συγκρ. και υπερθ. [[ἁπλούστερος]], [[ἁπλούστατος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπλόος:''' стяж. [[ἁπλοῦς]] 3 (compar. [[ἁπλούστερος]], superl. [[ἁπλούστατος]] - редко ἁπλότατος)<br /><b class="num">1)</b> простой, одиночный, в один ряд ([[τεῖχος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> простой, незначительный (οὐκ εἰς ἁπλοῦν φέρειν, ἀλλ᾽ ἐς [[μέγιστον]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> один, единственный ([[λύπη]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> простой, незатейливый, безыскусственный ([[μῦθος]] Aesch.; [[λόγος]] Eur., Arph.; [[διήγησις]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> простой, прямой ([[κέλευθος]] Pind.; [[οἶμος]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> простой, открытый, честный (ἔπη Aesch.; τρόποι Eur., Arph.; [[πόλεμος]] Plut.);<br /><b class="num">7)</b> простой, грубый, примитивный (ἁπλουστάτοις [[χρῆσθαι]] βίοις Polyb.; νόμοι ἁπλοῖ καὶ βαρβαρικοί Arst.);<br /><b class="num">8)</b> простоватый, простодушный ([[κριτής]] Arst.; ἁπλοὺς ἡγοῦνται τοὺς [[νοῦν]] οὐκ ἔχοντας Isocr.);<br /><b class="num">9)</b> простой, не составной, не сложный (σώματα, χρώματα, ὀνόματα Arst.);<br /><b class="num">10)</b> чистый, настоящий, подлинный (συμφορα Lys.; [[δημοκρατία]] Arst.);<br /><b class="num">11)</b> общий, приблизительный: [[αἰτία]]: ἢ ἀκριβέστεραι ἢ ἁπλούστεραι Arst. более или менее точно определенные причины.
}}
}}