Anonymous

ἀποχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποχάζομαι]] (Α) [[χάζω]], -<i>ομαι</i>]<br />αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
|mltxt=[[ἀποχάζομαι]] (Α) [[χάζω]], -<i>ομαι</i>]<br />αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχάζομαι:''' αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}