Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποχάζομαι

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχάζομαι Medium diacritics: ἀποχάζομαι Low diacritics: αποχάζομαι Capitals: ΑΠΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apocházomai Transliteration B: apochazomai Transliteration C: apochazomai Beta Code: a)poxa/zomai

English (LSJ)

withdraw from, βόθρου Od.11.05; γραφίδων APl.4.181 (Jul. Aegypt.): abs., ἀποχασθῇ· ἀποθάνῃ, Hsch.:—Act., only in aor. imper. ἀπόχασον· ἀποχώρησον, Id.

Spanish (DGE)

retirarse, alejarse c. gen. βόθρου Od.11.95, γραφίδων AP 16.181 (Iul.Aegypt.), πολέμων Nonn.D.Perioche 57, de la luna ἀποχαζομένη Ὑπερίονος Man.2.483, μελέων Apoll.Met.Ps.37.19, cf. Hsch.
abstenerse de c. inf. βαίνειν Eudoc.Cypr.2.288
euf. por morir Hsch.

German (Pape)

[Seite 335] (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόθρου Od. 11, 95; das act. Hesych.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s'éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχάζομαι: отступать, отходить (τινος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχάζομαι: ἀποθ., ἀποσύρομαι, ἀλλ’ ἀποχάζεο βόθρου, χάζεο ἀπὸ βόθρου, ἀποχώρησον ἀπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Λ. 95· ἀλλὰ τάχος γραφίδων ἀποχάζεο Ἀνθ. Πλαν. 1881. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, «ἀπόχασον, ἀποχώρησον».

English (Autenrieth)

withdraw from; βόθρου, Od. 11.95†.

Greek Monolingual

ἀποχάζομαι (Α) χάζω, -ομαι]
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.

Greek Monotonic

ἀποχάζομαι: αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Dep., only in pres., to withdraw from a place, c. gen., Od.