Anonymous

ἀποχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχάζομαι:''' αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀποχάζομαι:''' αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποχάζομαι:''' отступать, отходить (τινος Hom.).
}}
}}