3,277,649
edits
(6) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀτιμάζω]]) [[άτιμος]]<br /><b>1.</b> [[προσβάλλω]] κάποιον με [[λόγια]] ή έργα<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]], [[βρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βιάζω]] ή [[εκπαρθενεύω]]<br /><b>2.</b> [[βλαστημώ]], [[καταριέμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> δεν [[θεωρώ]] κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιον τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα. | |mltxt=(AM [[ἀτιμάζω]]) [[άτιμος]]<br /><b>1.</b> [[προσβάλλω]] κάποιον με [[λόγια]] ή έργα<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]], [[βρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βιάζω]] ή [[εκπαρθενεύω]]<br /><b>2.</b> [[βλαστημώ]], [[καταριέμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> δεν [[θεωρώ]] κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αφαιρώ]] από κάποιον τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτῑμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτίμασα</i>, παρακ. <i>ἠτίμακα</i> — Παθ. παρακ. <i>ἠτίμασμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτιμάσθην</i>, μέλ. <i>ἀτιμασθήσομαι</i> ([[ἄτιμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δεν έχω σε [[τιμή]], [[υπολήπτομαι]] λίγο, [[διαφθείρω]], [[ταπεινώνω]], με αιτ., σε Όμηρ., Αττ.· παρομοίως στην Μέσ., σε Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>ἔπη ἀτιμάζεις πόλιν</i>, τα [[λόγια]] [[σου]] είναι [[ατίμωση]] για την πόλη, στον ίδ. — Παθ., [[υποφέρω]] [[ατίμωση]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ἀτιμάζω]] λόγου, [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ.· [[ἀτιμάζω]] ὧν = [[ἀτιμάζω]] τούτων ἅ, σε Σοφ.· επίσης, μή μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ [[θανεῖν]] σὺν [[σοί]], μη με θεωρήσεις ανάξια να πεθάνω μαζί [[σου]], στον ίδ.· <i>οὐκ ἀτιμάσω προσεπεῖν</i>, <i>δεν</i> θα περιφρονήσω να..., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀτιμόω]], με νομική [[σημασία]], [[αποστερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, σε Ξεν. | |||
}} | }} |