Anonymous

βοεικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοεικός]] και [[βοϊκός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[βόειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βοεικός]] <span style="color: red;"><</span> [[βόειος]], με -[[επίθημα]] -<i>κ</i>- [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>κός</i> ([[ιππικός]]), ενω ο μτγν. τ. [[βοϊκός]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>)].
|mltxt=[[βοεικός]] και [[βοϊκός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[βόειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βοεικός]] <span style="color: red;"><</span> [[βόειος]], με -[[επίθημα]] -<i>κ</i>- [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>κός</i> ([[ιππικός]]), ενω ο μτγν. τ. [[βοϊκός]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}