3,274,916
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοεικός:''' бычачий, воловий: ζεύγη βοεικά Thuc., Xen. повозки, запряженные волами. | |||
}} | }} |