Anonymous

βοεικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''βοεικός:''' -ή, -όν ([[βοῦς]]), [[βόειος]], αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι [[κατάλληλος]] για βόδια· <i>ζεύγη βοεικά</i>, [[κάρα]] - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βοεικός:''' бычачий, воловий: ζεύγη βοεικά Thuc., Xen. повозки, запряженные волами.
}}
}}