3,274,916
edits
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἔρεισμα]]) [[ερείδω]]<br /><b>1.</b> [[υποστήριγμα]], [[ακουμπιστήρι]], [[αποκούμπι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτό στο οποίο βασίζεται [[κάποιος]] («Ἑλλάδος [[ἔρεισμα]], κλειναὶ Ἀθᾱναι»)<br />β) (για ανθρώπους) αυτός ο [[οποίος]] παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το [[στήριγμα]], ο [[στύλος]], ο [[προστάτης]] («Θήρων ἔρεισμ’ Ἀκράγραντος» — ο Θήρων, ο [[προστάτης]] του Ακράγαντα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />στενή [[λωρίδα]] γης απ’ τη μια κι απ’ την [[άλλη]] [[πλευρά]] δρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής που χρησιμεύει ως [[στήριγμα]] του δρόμου ή της γραμμής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστήριγμα]] που χρησιμεύει στο να μην κλίνει το [[πλοίο]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> η [[πίεση]] ενός σώματος στο [[σημείο]] όπου στηρίζεται<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρεισμα]] Ἀθηνῶν», για τον τάφο του Οιδίποδα (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> καλή [[τύχη]], [[ευτυχής]] [[μοίρα]]<br /><b>5.</b> αυτό που παρέχει [[ανακούφιση]] από [[κάτι]] («στεναγμοί, τῶν πόνων ἐρείσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> το [[υποστήριγμα]] ενός οικοδομήματος και γεν. [[καθετί]] που χρησιμοποιείται ως [[υποστήριγμα]]. | |mltxt=το (AM [[ἔρεισμα]]) [[ερείδω]]<br /><b>1.</b> [[υποστήριγμα]], [[ακουμπιστήρι]], [[αποκούμπι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτό στο οποίο βασίζεται [[κάποιος]] («Ἑλλάδος [[ἔρεισμα]], κλειναὶ Ἀθᾱναι»)<br />β) (για ανθρώπους) αυτός ο [[οποίος]] παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το [[στήριγμα]], ο [[στύλος]], ο [[προστάτης]] («Θήρων ἔρεισμ’ Ἀκράγραντος» — ο Θήρων, ο [[προστάτης]] του Ακράγαντα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />στενή [[λωρίδα]] γης απ’ τη μια κι απ’ την [[άλλη]] [[πλευρά]] δρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής που χρησιμεύει ως [[στήριγμα]] του δρόμου ή της γραμμής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστήριγμα]] που χρησιμεύει στο να μην κλίνει το [[πλοίο]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> η [[πίεση]] ενός σώματος στο [[σημείο]] όπου στηρίζεται<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρεισμα]] Ἀθηνῶν», για τον τάφο του Οιδίποδα (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> καλή [[τύχη]], [[ευτυχής]] [[μοίρα]]<br /><b>5.</b> αυτό που παρέχει [[ανακούφιση]] από [[κάτι]] («στεναγμοί, τῶν πόνων ἐρείσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> το [[υποστήριγμα]] ενός οικοδομήματος και γεν. [[καθετί]] που χρησιμοποιείται ως [[υποστήριγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔρεισμα:''' -ατος, τό ([[ἐρείδω]]), [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[βοήθημα]], Λατ. [[columen]], σε Σοφ., Ευρ.· στον πληθ., στηρίγματα που βοηθούν να κρατηθεί το [[καράβι]] όρθιο στην [[ακτή]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |