Anonymous

ἔρεισμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρεισμα:''' -ατος, τό ([[ἐρείδω]]), [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[βοήθημα]], Λατ. [[columen]], σε Σοφ., Ευρ.· στον πληθ., στηρίγματα που βοηθούν να κρατηθεί το [[καράβι]] όρθιο στην [[ακτή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἔρεισμα:''' -ατος, τό ([[ἐρείδω]]), [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[βοήθημα]], Λατ. [[columen]], σε Σοφ., Ευρ.· στον πληθ., στηρίγματα που βοηθούν να κρατηθεί το [[καράβι]] όρθιο στην [[ακτή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρεισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> опора, подпора (σκῆπτρα χειρὸς ἐρείσματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> основание (Ἀθηνῶν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> оплот (τῆς, Ἑλλάδος Pind., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> pl. основания, устои (ἐν οἰκοδομήμασιν Plat.; τὰ πίπτοντα ἐρείσματα Arst.): ἁμμάτων ἐρείσματα Eur. крепкие узы;<br /><b class="num">5)</b> остов, костяк (ἔ. σελαχῶν μαλακώτερον Arst.).
}}
}}