Anonymous

εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐβάστακτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κανείς]] να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει<br /><b>αρχ.</b><br />(για νόσο) [[εκείνη]] την οποία εύκολα υποφέρει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βαστακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαστάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>βάστακτος</i>].
|mltxt=[[εὐβάστακτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κανείς]] να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει<br /><b>αρχ.</b><br />(για νόσο) [[εκείνη]] την οποία εύκολα υποφέρει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βαστακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαστάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>βάστακτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐβάστακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, [[ελαφρύς]], σε Ηρόδ.
}}
}}