Anonymous

εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐβάστακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, [[ελαφρύς]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐβάστακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, [[ελαφρύς]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐβάστακτος:''' <b class="num">1)</b> удобопереносимый, переносный ([[μηχανή]] Her.; πλείοσι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).
}}
}}