Anonymous

ἐντίθημι: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐντίθημι]])<br /><b>βλ.</b> [[ενθέτω]].
|mltxt=(AM [[ἐντίθημι]])<br /><b>βλ.</b> [[ενθέτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]]· απαρ. ποιητ. αορ. αʹ [[ἐνθέμεν]]·<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]], [[βάζω]] μέσα σε [[πλοίο]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]], γενικά, [[βάζω]] μέσα σε, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[βάζω]] μέσα σε κάποιον, [[εμπνέω]], σε Θέογν., Ξεν. — Μέσ., χόλον [[ἔνθεο]] θυμῷ, εναπόθεσες στην [[ψυχή]] [[σου]] [[οργή]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πατέρας]] [[ἔνθεο]] τιμῇ, τίμησε τους πατέρες μας, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] στο [[στόμα]] κάποιου, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· στη Μέσ., <i>ἐνθοῦ</i>, [[βάλε]] μέσα, δηλ. [[φάε]], στον ίδ.
}}
}}