Anonymous

δύσθυμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσθυμος]], -ον)<br />[[βαρύθυμος]], [[κακόκεφος]], [[μελαγχολικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δύσθυμον</i><br />η [[δυσθυμία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσθυμος]], -ον)<br />[[βαρύθυμος]], [[κακόκεφος]], [[μελαγχολικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δύσθυμον</i><br />η [[δυσθυμία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσθῡμος:''' -ον, αποθαρρυμένος, [[μελαγχολικός]], [[βαρύθυμος]], σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ δύσθυμον = [[δυσθυμία]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-μως</i>, συγκρ. <i>-ότερον</i>, σε Πλάτ.
}}
}}