Anonymous

δύσθυμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσθῡμος:''' -ον, αποθαρρυμένος, [[μελαγχολικός]], [[βαρύθυμος]], σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ δύσθυμον = [[δυσθυμία]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-μως</i>, συγκρ. <i>-ότερον</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δύσθῡμος:''' -ον, αποθαρρυμένος, [[μελαγχολικός]], [[βαρύθυμος]], σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ δύσθυμον = [[δυσθυμία]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-μως</i>, συγκρ. <i>-ότερον</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσθῡμος:''' унылый, подавленный, печальный Soph., Xen., Arst., Plut.
}}
}}