Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δένω]] [[στερεά]], [[εξαρτώ]]<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] την [[εξάρτηση]] ενός πράγματος από [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[κρεμώ]] [[πάνω]] μου ή [[γύρω]] μου.
|mltxt=[[ἐκδέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δένω]] [[στερεά]], [[εξαρτώ]]<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] την [[εξάρτηση]] ενός πράγματος από [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[κρεμώ]] [[πάνω]] μου ή [[γύρω]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] με [[αποτέλεσμα]] να [[κρέμομαι]] από..., δένομαι, στερεώνομαι σε ή πάνω σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>σανίδας ἐκδῆσαι</i>, [[δένω]] σανίδες (στη [[πλάτη]], [[ράχη]] του), σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[δένω]] [[κάτι]] πάνω μου, [[κρεμώ]] [[κάτι]] γύρω από τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
}}
}}