Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] με [[αποτέλεσμα]] να [[κρέμομαι]] από..., δένομαι, στερεώνομαι σε ή πάνω σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>σανίδας ἐκδῆσαι</i>, [[δένω]] σανίδες (στη [[πλάτη]], [[ράχη]] του), σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[δένω]] [[κάτι]] πάνω μου, [[κρεμώ]] [[κάτι]] γύρω από τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] με [[αποτέλεσμα]] να [[κρέμομαι]] από..., δένομαι, στερεώνομαι σε ή πάνω σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>σανίδας ἐκδῆσαι</i>, [[δένω]] σανίδες (στη [[πλάτη]], [[ράχη]] του), σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[δένω]] [[κάτι]] πάνω μου, [[κρεμώ]] [[κάτι]] γύρω από τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδέω:''' [[δέω]] II] (эп. impf. ἔκδεον)<br /><b class="num">1)</b> привязывать ([[δρῦς]] ἡμιόνων Hom.; med. πεισμάτων ἀρχὰς ἀκταῖσιν Eur.): σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]] Hom. привязать (дверные) доски, т. е. запереть дверь за собой; ἐκδησάμενος ἀγάλματα Her. увешав себя (священными) изображениями;<br /><b class="num">2)</b> связывать ([[χέρας]] βρόχοισιν Eur.).
}}
}}