3,274,447
edits
(23) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM λύω)<br /><b>βλ.</b> [[λύνω]]. | |mltxt=(AM λύω)<br /><b>βλ.</b> [[λύνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λύω:''' μέλ. λύσω [ῡ]· αόρ. <i>ἔλῡσα</i>, παρακ. <i>λέλῠκα</i> — Παθ., παρακ. <i>λέλῠμαι</i>, υπερσ. ἐλελύμην [ῠ], αόρ. <i>ἐλύθην</i>, Επικ. λύθην [ῠ], μέλ. <i>λῠθήσομαι</i> και λελύσομαι [ῠ]· επίσης, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ [[ἐλύμην]] ή [[λύμην]] [ῠ], γʹ ενικ. [[λύτο]] [ῠ] και <i>λῦτο</i>, γʹ πληθ. [[λύντο]]· γʹ ευκτ. υπερσ. [[λελῦτο]] αντί <i>λελύοιτο</i> — Μέσ., μέλ. <i>λύσομαι</i>, αόρ. <i>ἐλυσάμην</i> (σε ενεστ. και παρατ., <i>ῡ</i> στους Αττ., <i>ῠ</i> [[κυρίως]] στους Επικ.· σε μέλ. και αόρ., πάντα <i>ῡ</i>· τους άλλους χρόνους <i>ῠ</i>)<i>. </i>Πρώτη [[σημασία]] του ρήματος, [[λύνω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[χαλαρώνω]], [[λύνω]], [[ξεκουμπώνω]] ([[κυρίως]] για ρούχα και οπλισμό), <i>ζωστῆρα</i>, <i>θώρηκα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσκὸν [[λύω]], [[λύνω]] τον ασκό (που χρησίμευε σαν [[μπουκάλι]]), σε Ομήρ. Οδ.· [[λύω]] ἡνίαν, [[χαλαρώνω]] το [[χαλινάρι]], σε Σοφ.· [[λύω]] γράμματα, [[ανοίγω]] [[επιστολή]], σε Ευρ.· [[στόμα]] [[λύω]], [[ανοίγω]] το [[στόμα]], στον ίδ.· [[λύω]] ὄφρυν, [[χαλαρώνω]] τα φρύδια, στον ίδ., κ.λπ. — Μέσ., <i>ἐλύσατο ἱμάντα</i>, ξεκούμπωσε τη [[ζώνη]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσασθαι [[τρίχα]], ξεδένω τα μαλλιά μου, σε Βίωνα·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έμψυχα: <b>α)</b> για άλογα κ.λπ., [[λύνω]], ξεζεύω, σε Όμηρ. — Μέσ., λύεσθαι ἵππους ὑπ' [[ὄχεσφι]], ξεζεύω τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. <b>β)</b> για ανθρώπους, [[λύνω]], [[απελευθερώνω]] από [[δεσμά]] ή [[φυλακή]], από [[δυσκολία]] ή κίνδυνο, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., [[ενεργώ]] έτσι ώστε να λυθεί [[κάποιος]] ή [[απελευθερώνω]] κάποιον, σε Ησίοδ. <b>γ)</b> για αιχμαλώτους, [[απελευθερώνω]] ως [[αντάλλαγμα]] παραλαβής λύτρων ([[ἄποινα]]), [[ελευθερώνω]], σε Όμηρ.· <i>λύειν τινὰ ἀποίνων</i>, επί [[πληρωμή]] λύτρων, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ελευθερώνω]] κάποιον πληρώνοντας [[λύτρα]] γι' αυτόν, [[εξαγοράζω]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]], ([[θρόνον]]) λῦσον [[ἄμμιν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διαλύω]] το όλο στα συνθετικά μέρη του, [[διαλύω]], [[λύω]] ἀγορήν, [[διαλύω]] τη [[συγκέντρωση]], τη [[συνάθροιση]], τη [[συνέλευση]], σε Όμηρ.· επίσης, [[διαλύω]] την εμπορική [[αγορά]], σε Ξεν. — Παθ., λῦτο [[ἀγών]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλύθη ἡ [[στρατιά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[διαλύω]], [[χαλαρώνω]], <i>σπάρτα λέλυνται</i>, δηλ. έχουν σαπίσει, έχουν αποσυντεθεί, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[χαλαρώνω]], δηλ. [[εξασθενώ]], [[ατονώ]] (λέγεται για σωματική ισχύ), <i>λῦσέ δὲ γυῖα</i>, κατέστησε άτονα τα γόνατά του, δηλ. τον σκότωσε, στο ίδ.· [[λύω]] [[μένος]] τινί, στο ίδ.· [[αλλά]], <i>καμάτῳ γούνατ' ἔλυσαν</i>, κατέστησαν τα γόνατά μου αδύνατα από την [[κούραση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Παθ., [[λύντο]] δὲ γυῖα, ως το [[αποτέλεσμα]] του θανάτου, του ύπνου, της κόπωσης, του φόβου κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[λύντο]] δὲ γυῖα, σε Όμηρ. κ.λπ. <b>4. α)</b> [[καταστρέφω]], [[καταβάλλω]], σε Όμηρ.· και γενικά, [[διαλύω]], [[αποβάλλω]], [[δίνω]] [[τέλος]], Λατ. dissolvere, στον ίδ., Αττ.· [[λύω]] βίον, δηλ. [[πεθαίνω]] σε Ευρ. <b>β)</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[λύω]] ψῆφον, [[ακυρώνω]] ψήφο, σε Δημ. — Παθ., [[λέλυται]] πάντα, όλοι οι δεσμοί έχουν λυθεί, όλα είναι συγκεχυμένα, στον ίδ. <b>γ)</b> [[λύνω]] [[πρόβλημα]] ή [[δυσκολία]], σε Πλάτ. <b>δ)</b> [[αναιρώ]] κάποιο [[λογικό]] [[επιχείρημα]], σε Αριστ. <b>ε)</b> [[αναλύω]], [[αποκρυπτογραφώ]] την [[πλοκή]] μιας τραγωδίας, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[καταργώ]], [[ακυρώνω]] νόμο ή [[συνθήκη]], [[συμφωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[λύνω]], [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]], <i>τὰ μαντεῖα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[προσφέρω]] [[εξιλέωση]] για [[κάτι]], [[επανορθώνω]] [[κάτι]], Λατ. luere, στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">V.</b> 1. <i>μισθοὺς λύειν</i>, [[πληρώνω]] ολόκληρους τους μισθούς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>[[τέλη]] λύειν = λυσιτελεῖν</i>, [[πληρώνω]], [[κερδίζω]], [[ωφελώ]], [[ἔνθα]] μὴ [[τέλη]] λύει φρονοῦντι, όπου δεν ωφελεί να είναι [[κάποιος]] [[φρόνιμος]], σε Σοφ.· επίσης, <i>λύει</i> [[χωρίς]] το <i>[[τέλη]]</i>, συντάσσεται όπως το <i>λυσιτελεῖ</i>, δηλ. απολ., λύει [[ἄλγος]], σε Ευρ.· <i>φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |